Γράφει ο Νίκος Ζυγογιάννης
Ως προς το όνομά τους υπάρχουν πολλές και διάφορες ετυμολογίες.
Σύμφωνα με τη Σαρακατσάνικη παράδοση πήραν το όνομά τους από τους Τούρκους.
Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σαρακατσαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς(σκηνίτες).
σαράι(=κατοικία,κονάκι) και την τουρκική μετοχή κατσιάν=φυγάς,ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι’ αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα (παρατσούκλι) οι Τούρκοι.
— < Κατοικούμε εδώ από τότε που ο Θεός έφτιαξε αυτόν τον ευλογημένο τόπο με τα βνά και τα ποτάμια,τον ήλιο και το φεγγάρι.Από τότε κρατάει η γενιά μας,έλεγαν οι γερόντοι Σαρακατσάνοι.>-.
Ανεξάρτητα από τις μετακινήσεις τους και τον εναλλασσόμενο τόπο διαμονής τους έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα και κυρίως μιλούν την ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, αναλλοίωτη, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου.
Η χρήση μιας και μόνο γλώσσας, της Ελληνικής, αποδεικνύει ότι οι
Σαρακατσιαναίοι είναι διαφορετικοί από τους Βλάχους,( Οι Βλάχοι ή Αρμάνοι,ή Αρωμάνοι
της Ελλάδας γνωστοί και με άλλα ονόματα κατά περιοχές:
Κουτσόβλαχοι, Μπουρτζόβλαχοι, Αρβανιτόβλαχοι,κ.λ .ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Βλαχόφωνοι Έλληνες) που μιλούσαν εκτός από τα Ελληνικά και τα Βλάχικα. Επειδή η λέξη βλάχος(με β μικρό) χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, τον κτηνοτρόφο, τον βοσκό και επειδή η κτηνοτροφική ζωή ήταν κοινό τους στοιχείο, επήλθε σύγχυση πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσιάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνο ).
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας ( αρχιποιμένας ), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος,τολμηρός, έντιμος και δίκαιος…
συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού.
Το σπίτι των Σαρακατσαναίων ( το κονάκι ), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων: α) το ορθό κονάκι ( κωνοειδής καλύβα ), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία ( φωτογώνι ) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα ( πελεκούδια ) και κλαδιά ελάτων ( μπάτσες ). Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα. Το αντίστροφο όχι.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της.
Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Κάποια τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο». Είχαν όμως μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού γλωσσικού οργάνου. Από τις αφηγήσεις τους διαπιστώνει κανείς μια λιτότητα και παραστατικότητα στην έκφραση, ενώ στα τραγούδια τους φαίνεται μια βαθιά αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου.
Οι Σαρακατσιαναίοι ήταν πιστοί χριστιανοί, χωρίς μεγάλη θεωρητική κατάρτιση.
Τελούσαν όμως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ένιωθαν δέος για τα μυστήρια, ειδικά του γάμου και της βάπτισης. Τις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν. Γλεντούσαν συχνά με χορό και τραγούδια. Τα τραγούδια, προϊόν ιστορικής και συναισθηματικής εσωτερίκευσης γεγονότων και καταστάσεων, κατατάσσονται σε ενότητες: στα κλέφτικα, στα ποιμενικά, της Χαράς ( γάμου ) της αγάπης, του χωρισμού και της ξενητειάς. Οι χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό ρυθμό.
Αυτό που άφησαν πίσω τους ως κληρονομιά οι Σαρακατσιαναίοι δεν είναι μαρμάρινα αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής, βιβλία προγονικά, αλλά μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά, αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη. Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής.
Σήμερα η ποιοτική μεταβολή και ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Σαρακατσαναίων είναι πραγματικότητα. Η κάθοδός τους από τα βουνά στις πεδιάδες, η εγκατάλειψη του πλάνητα βίου, η αγροτική διαβίωση (ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία ) αλλά και η ενασχόληση με ελεύθερα επαγγέλματα, η συμμετοχή τους στις μισθωτές υπηρεσίες, ιδιωτικές και δημόσιες, η ανάδειξή τους στην επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα και την πολιτική διαμόρφωσαν μια Σαρακ. κοινωνία που συνδυάζει την παράδοση με τον εκσυγχρονισμό.
Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσάνοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα χωριά, σαρανταπέντε πολιτιστικοί σύλλογοι και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων ( ΠΟΣΣ ) προσπαθούν να κρατήσουν
και να συνεχίσουν τη Σ. παράδοση και να αντισταθούν στην αφομοιωτική και ισοπεδωτική τάση της εποχής μας, με το να συγκεντρώνουν και να καταγράφουν τα Σ. τραγούδια, να μαθαίνουν τους χορούς στους νέους, διατηρώντας δικά τους χορευτικά συγκροτήματα.
τραγουδιού, των Σαρακατσάνων τραγουδιστών, επαγγελματιών και μη, που έχουν ηχογραφήσει σε δίσκους και κασέτες,CD,DVD τα τραγούδια τους. Το Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων στις Σέρρες, όπου εκτίθεται αυθεντικό υλικό απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας που έχει σχέση με τη ζωή και τη λαϊκή τέχνη των Σαρακατσάνων, έτυχε Ευρωπαϊκής αναγνώρισης και βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Μουσείων. Υπάρχουν όμως μουσεία, μικρότερης ίσως εμβέλειας, και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με υλικό από τη λαϊκή τέχνη και τη ζωή των Σαρακατσαναίων. Υπαίθριοι παραδοσιακοί οικισμοί ( Στάνες ) σε διάφορα μέρη της χώρας κατασκευάστηκαν από συλλόγους και αναβιώνουν σκηνές από την καθημερινή ζωή των Σαρακατσαναίων.
Πολλοί είναι εκείνοι, Έλληνες και ξένοι, ερευνητές, λαογράφοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί,γλωσσολόγοι,ανθρωπολόγοι που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη ζωή και τον πολιτισμό των Σαρακαταναίων, όπως η λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη που μελέτησε τον ποιμενικό βίο των Σαρακατσαναίων,.Π.Αραβαντινός,Δ. Γεωργακάς, Ν. Βέης, Ν.Μάτσας,Ε.Φιλιππίδη, οι Ε.Μακρής,Ι.Μποτός,Ν.Κατσαρός,Θ.Γιαννακός.Γ.Αγραφιώτης,Δ.Γαρούφας,Ν.Ζυγογιάννης, Μ.Πολυμεροπούλου,Θ. Καλοδήμος,Γ.Τσουμάνης, κ.α. Ο ανθρωπολόγος διδάκτωρ Άρης Πουλιανός που έδωσε νέα διάσταση στο θέμα της προέλευσης των Σαρακατσαναίων(οι Σαρακατσάνοι είναι ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης), οι καθηγητές κοινωνιολογίας
Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρόγιαννης,και οι Garsten Hoeg,J.K.Campbell,Patrick leigh fermor, Glaube Fauriel. κ.α.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΖΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ
Καθηγητής
Πρ.πρόεδρος Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων
Πρ.πρόεδρος Σύνδεσμος Σαρακατσαναίων