sxoinousa

gianakopoulos Του Ηλία Γιαννακόπουλου/Φιλολόγου

 

                                      Ο Διογένης διδάσκει ακόμη

 

«Το ταξίδι κ’ η εξομολόγηση στάθηκαν οι δύο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου.

Να γυρίζεις της γης, να βλέπεις – να βλέπεις – και να μην χορταίνεις – καινούργια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους και ιδέες, και να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά, κι έπειτα να σφαλνάς τα βλέφαρα και να νιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός, να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές και τις πίκρες σου – τούτη η αλχημεία της καρδιάς, είναι, θαρρώ μια μεγάλη, αντάξια του ανθρώπου ηδονή»

 

Δεν γνωρίζω αν τα παραπάνω λόγια του Ν. Καζαντζάκη είχαν ως έμπνευση και αφετηριακό σημείο τόσο το προοίμιο της Οδύσσειας του Ομήρου και ιδιαίτερα τους στίχους «…πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω…», όσο και την «Ιθάκη» του Κ. Καβάφη που εύχεται να είναι μεγάλο το ταξίδι «Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, / να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος…/ πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, / …έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα…».

Και οι τρεις συγκλίνουν σε μία κοινή ευχή – προσδοκία – διαπίστωση: οι διακοπές και τα ταξίδια δικαιώνονται στο βαθμό που σου δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσεις καινούριους τόπους (άστεα / χώματα, θάλασσες…) αλλά και ανθρώπους (πολλών ανθρώπων / και ανθρώπους…). Περισσότερο από όλα, όμως, και οι τρεις προβάλλουν εμφαντικά τον πλούτο των ταξιδιών που δεν είναι άλλος από τις «Ιδέες» των ανθρώπων και την «σοφία» που αποκομίζουμε από αυτές ( νόον έγνω  σοφός που έγινες…/ και ιδέες).

 

Φυσικά οι άνθρωποι που γνωρίζουμε στα ταξίδια και στις διακοπές και γινόμαστε κοινωνοί των σκέψεων και των ιδεών τους δεν ανήκουν υποχρεωτικά στον κύκλο των πνευματικών ανθρώπων και της υψηλής διανόησης. Είναι άνθρωποι καθημερινοί, απλοί και εργαζόμενοι. Άνθρωποι που μάς υπηρετούν με περισσή ευγένεια, καταδεκτικότητα και υπομονή αλλά και ανεκτικοί στις περιέργειες και στις αλλόκοτες απαιτήσεις μας. Άνθρωποι που οι συνθήκες – οικονομικές κυρίως – τους ανάγκασαν να φύγουν από την πατρίδα τους και να δοκιμάσουν την τύχη τους στη δική μας χώρα

Είναι αυτοί οι άνθρωποι που καλύπτουν την έλλειψη εργατικών χεριών στην «βαριά βιομηχανία» της πατρίδας μας, τον τουρισμό. Άνθρωποι που δεν κουβαλούν μαζί τους μόνο την πίκρα κάθε ξενιτεμένου και ίσως τη νοσταλγία της επιστροφής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους αλλά και μια ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό στην δεύτερη πατρίδα τους, την Ελλάδα. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που φυσικά δεν «λιάζονται» στην Ομόνοια, όσο κι αν προσπάθησε η κ. Τασία Χριστοδουλοπούλου να πείσει εκ των υστέρων πως αυτή η θέση της «οι μετανάστες λιάζονται» ήταν μία «ανθρωποκεντρική προσέγγιση».

Κάποιοι οικονομικοί μετανάστες στη χώρα μας όχι μόνον δεν «λιάζονται» αλλά αποτελούν τους πιο ένθερμους κήρυκες του ελληνικού πολιτισμού και της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Είναι οι ίδιοι αυτοί μετανάστες που όχι μόνον δεν απειλούν την εθνική μας αυθεντικότητα – καθαρότητα και την Ελληνικότητά μας, αλλά το αντίθετο. Με περισσή θέρμη κι έναν ιδιαίτερο θαυμασμό κάποιοι μετανάστες με πάθος μελετούν την ελληνική ιστορία – και ιδιαίτερα την αρχαία – και φυσικά την φιλοσοφία. Αυτοί οι μετανάστες είναι η πιο ζωντανή και η πιο πειστική και αποτελεσματική διαφήμιση της χώρας μας και του πολιτισμού μας. 

Είναι τόσο «Ελληνάρες» που οι δικοί μας, οι αυτόχθονες «Ελληνάρες» φαντάζουν ως καρικατούρες μπροστά τους. Γιατί οι δικοί μας μόνον κατ’ επίφαση υποστηρίζουν το «εθνικό μας μεγαλείο» και την «μοναδικότητα» της φυλής μας. Κι αυτό γιατί η ανιστόρητη προβολή της ανωτερότητας της ελληνικής φυλής συνοδεύεται από πλήθος αντικοινωνικών συμπεριφορών (φοροδιαφυγή, πολεοδομικές αυθαιρεσίες, βανδαλισμοί δημοσίων χώρων, παραβάσεις ΚΟΚ…) που βαπτίζονται ως αυτονόητη άσκηση των δικαιωμάτων τους. Για τους αυτόχθονες «Ελληνάρες» για όλα φταίνε η παγκοσμιοποίηση, το κεφάλαιο, η νέα τάξη πραγμάτων, οι ξένοι που μάς μολύνουν και μάς απειλούν ως «εσωτερικός στρατός κατοχής»

Την ίδια στιγμή αν τους αυτόχθονες «Ελληνάρες» τους ρωτήσεις να πουν τη γνώμη τους για τις βιαιότητες της Αθηναϊκής δημοκρατίας εις βάρος των Μηλίων, για την αριστοτελική «εντελέχεια» και την αρετή της «Μεσότητας», την Ύβριν που «τύραννον φυτεύει», την ισορροπία των αντιθέτων του Ηράκλειτου («παλίντονος αρμονία») και κάτι σχετικό με την Κυνική φιλοσοφία και τον Διογένη το πιο πιθανό είναι να σε θεωρήσουν γραφικό και ανθέλληνα…

Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν προϊόν μιας όψιμης επιθυμίας για την υπεράσπιση των οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας αλλά ένα πραγματικό γεγονός των διακοπών μου στο όμορφο νησί των μικρών Κυκλάδων, στη Σχοινούσα. Πρωταγωνιστής σε αυτό το γεγονός ένας οικονομικός μετανάστης από την Γεωργία που με εξέπληξε με την ελληνομάθειά του και την ανυπόκριτη αγάπη και θαυμασμό του στην αρχαία Ελλάδα. 

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Γεωργιανός μετανάστης, σερβιτόρος και άρτι αφιχθείς στο κατάλυμα της Σχοινούσας που έμεινα για ένα τριήμερο, μου προκάλεσε το ενδιαφέρον και την περιέργειά μου για τους ευγενικούς του τρόπους και τα καλά «ελληνικά» του. Σε σχετικές ερωτήσεις μου με πληροφόρησε πως κατοικεί και εργάζεται πολλά χρόνια στην Ελλάδα την οποία θαυμάζει από τα παιδικά του χρόνια. Τα όσα μού εκμυστηρεύτηκε με τη μορφή μιας αβίαστης αυτοεξομολόγησής του με άφησαν άφωνο, γι’ αυτό και οι συνειρμοί μου με τους αυτόχθονες «Ελληνάρες».

Συγκεκριμένα μού διηγήθηκε με λεπτομέρειες εκείνο το στοιχείο που στάθηκε η αφορμή για την γνωριμία, αγάπη και θαυμασμό του για την αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό – ιστορία της. Το στοιχείο αυτό δεν ήταν άλλο από την συνάντηση και το διάλογο που είχε ο Μ. Αλέξανδρος με τον κυνικό φιλόσοφο, τον Διογένη. Με γνώση και με άνεση μου περιέγραψε τη σχετική σκηνή τονίζοντας ιδιαίτερα τη στάση και την αντίδραση του Διογένη απέναντι στον φορέα της απόλυτης εξουσίας, τον Μ. Αλέξανδρο. Για λόγους ενημέρωσης παραθέτω τη σχετική σκηνή και διάλογο: 

 

Διογένης και Αλέξανδρος

«Ο Αλέξανδρος πλησιάζει το φιλόσοφο και του λέει: 

 

  • Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος.

 

Ο Διογένης ατάραχος απαντά:

 

  • Και ‘γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων. 

 

Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και τον ρωτάει:

 

  • Δε με φοβάσαι;

 

Ο Διογένης απαντάει:

 

  • Γιατί τι είσαι; Καλό ή κακό;

 

Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλιάς να πει ότι είναι κακό. Κι αν είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό;

Και αντί να του απαντήσει, τον ρωτά εκ νέου:

 

  • Τι χάρη θες να σου κάνω;

 

Και ο Διογένης, ξανά με λογοπαίγνιο, απαντά:

 

  • Αποσκότισόν με, (Βγάλε με, δηλαδή από το σκότος, τη λήθη και δείξε μου την αλήθεια).

 

Αυτό το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, ως απάντηση, μπορεί να ερμηνευθεί και ως: «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα και τη ζεστασιά του ήλιου. Μη ζητώντας τίποτα από τα υλικά πλούτη. 

Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, είτε το περίφημο:

  • Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».

Στο τέλος της διήγησής του ο ελληνολάτρης Γεωργιανός μού τόνισε πως αυτό το ανάγνωσμα της συνάντησης του Διογένη με τον Μ. Αλέξανδρο στάθηκε η βασική αιτία όχι μόνον του θαυμασμού του για την αρχαία Ελλάδα και τη φιλοσοφία της αλλά και του όρκου που έδωσε στον εαυτό του να επισκεφτεί οπωσδήποτε την Ελλάδα. Κάτι που πραγματοποίησε. Το όνομα του Γεωργιανού μετανάστη ήταν Αλέξανδρος, προς τιμήν κι από θαυμασμό στον αρχαίο Έλληνα στρατηλάτη, Μ. Αλέξανδρο. Σάς παραθέτω το όνομά του στην γλώσσα της πατρίδας του, όπως, ακριβώς μου το έδωσε:

 

     

 

Ένα άλλο στοιχείο, επίσης, που προκάλεσε το ενδιαφέρον του Γεωργιανού μετανάστη, του Αλέξανδρου, και γιγάντωσε την αγάπη και το θαυμασμό του προς την αρχαία Ελλάδα ήταν και η υπόθεση της τραγωδίας του Ευριπίδη «Μήδεια». Ο φίλος Γεωργιανός Αλέξανδρος με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και λάτρης του θεάτρου προβληματίστηκε πολύ με την παιδοκτονία από την Μήδεια, που η γενέτειρά της η Κολχίδα βρίσκεται στη σημερινή Γεωργία

Να, λοιπόν, που οι διακοπές μου στη Σχοινούσα αποτέλεσαν την ευκαιρία να γνωρίσω έναν οικονομικό μετανάστη, τον Γεωργιανό Αλέξανδρο που μού δίδαξε πολλά και με προβλημάτισε ιδιαίτερα ο τρόπος που ως χώρα και λαός αντιμετωπίζουμε το θέμα της μετανάστευσης. Περισσότερο, όμως, με πλούτισε πνευματικά η ελληνολατρία ενός μετανάστη που ανέδειξε για μία ακόμη φορά το θέμα της ελληνικότητας και το ποιος θεωρείται περισσότερο Έλληνας;

Οι κατ’ επάγγελμα αυτόχθονες «Ελληνάρες» ή κάποιοι άλλοι που αν και άλλης εθνικότητας γνωρίζουν και πράττουν περισσότερα από τους πρώτους; Ίσως η απάντηση στο ερώτημα να βρίσκεται στη ρήση του Ισοκράτη:

«…και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας»

(και περισσότερο καλείται Έλληνας αυτός που μετέχει στην δική μας παιδεία (της Αθηναϊκής) παρά αυτός που έχει κοινή φυλετική καταγωγή)

Τελικά τα ταξίδια και οι διακοπές μάς κάνουν πιο πλούσιους σε ιδέες και συναισθήματα. Κι αυτό γιατί γνωρίζοντας νέους τόπους και νέους ανθρώπους γνωρίζεις και διαφορετικούς τρόπους σκέψης που σε αναγκάζουν να βλέπεις τον κόσμο, την ζωή και τον εαυτό σου από χίλες διαφορετικές σκοπιές και προοπτικές. Συνειδητοποιείς γνωρίζοντας άλλους ανθρώπους – ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία – ότι μάς συνδέουν – ενώνουν μαζί τους περισσότερα πράγματα από όσα μάς χωρίζουν. Τα ταξίδια και οι άνθρωποι μάς διδάσκουν ότι οι άνθρωποι που προέρχονται από φτωχότερες και υποανάπτυκτες χώρες δεν είναι κατ’ ανάγκην και κατώτεροί μας. Ίσως κάποιοι από αυτούς να μάς δίδαξαν για τη χώρα μας περισσότερα από όσα τα βιβλία των σχολικών μας χρόνων.

Φίλε Αλέξανδρε,

Σε ευχαριστώ για όλα τα παραπάνω και για το πάθος σου για την Ελλάδα και γιατί με βοήθησες να ξαναδιαβάσω τα σχετικά με τις βασικές αρχές της κυνικής φιλοσοφίας (αταραξία ψυχής, εγκράτεια, λιτότητα, αυτογνωσία…). Ίσως στην ολιγόλεπτη συζήτησή μας να κατάλαβα καλύτερα τα λόγια του Διογένη:

«Άνθρωπον ζητώ»

Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

Μία αξιόλογη και αξιέπαινη δωρεά της Συνεταιριστικής Τράπεζας Θεσσαλίας, στο ΚΥ Πύλης(βίντεο/φωτό)

Σε μία αξιόλογη, αξιέπαινη και ταυτόχρονα συγκινητική δωρεά, πέρασε σήμερα η Δ/νση της Συν…