panos

Επειδή ψυχολόγοι, καρδιολόγοι και πολλοί που τελειώνουν σε ..λόγοι, συνιστούν να αποφεύγεις αυτό που σε στρεσάρει, αποφάσισα, έστω για μια ημέρα, παραμονές μάλιστα Χριστουγέννων, να μην ασχοληθώ καθόλου με αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν κορονοϊό και ο λαός ΄έξω από δω΄΄.

Χτυπώντας λοιπόν ένα πρωί το ξυπνητήρι από το κινητό, το απενεργοποίησα, χωρίς να διαβάσω ειδήσεις απ’ αυτό, ενέργειαπρωτόγνωρη, επειδή σήμερα η ανωτέρω ανάγνωση είναι η πρώτη ημερήσια πράξη και μακρά της δεύτερης που τελείται σε ΄΄μέρος΄΄ αποκαλούμενο και έτσι, με εξαίρεση όταν η αφύπνιση βιαίως έρχεται πριν το ξυπνητήρι, οπότε οι ανωτέρω πράξεις γίνονται συγχρόνως.

Στο αυτοκίνητο για να πάω για δουλειά δεν έβαλα ραδιόφωνο, που μεταδίδει ειδήσεις και σχόλια για τον ιό, ούτε σε πηγαδάκια συναδέλφων παρευρέθηκα, στο στόμα των οποίων μασιέται συνεχώς το θέμα του, όπως το τσιγάρο (αντικατάσταθηκε με ένα κομματάκι άχυρο το 1983) στον Λούκυ Λουκ, ούτε διάλειμμα έκανα, γιατί σε αυτό ανοίγεις μηχανικά ενημερωτικά sites, όπου στα 10 μαντάτα τα 7 είναι για τον κορονοϊό, το 8ο για τον σουλτάνο, το 9ο για την Ευρώπη που δεν τον μαλώνει και το 10ο είτε για την πριγκηπέσα της Αγγλίας που στεναχωρεί τη γριά βασίλισσα ή τη δική μας ωραία Ελένη.

Γυρίζοντας απόγευμα στο σπίτι, έκανα επίσης μια πρωτόγνωρη ενέργεια. Παρακολούθησα κανάλι τηλεόρασης με την ταινία ΄΄Αλίμονο στους Νέους΄΄, η οποία προκαλεί ωραία συναισθήματα και όχι κανάλι που δείχνει γιατρούς, παθόντες, προβλέψεις και ανοιχτούς τάφους, που προκαλούν ταράκουλο.

Παίρνοντας αμπάριζα (πλεονέκτημα σε παιδικό παιχνίδι κυνηγητού) από την αξέχαστη ταινία, άναψα τα χριστουγεννιάτικα φώτα, που φέτος όλοι τα ανάβουμε πολύ νωρίς (με σβήσιμο χριστουγεννιάτικων συνηθειών και το ακριβό ξύλο, που κάνει ασύμφορο το άναμμα τζακιού, τι άλλο να ανάψουμε;) και με άδεια κυκλοφορίας 2 (με δικαιολογία ψώνια μη φοβάσαι τίποτα), βγήκα έξω για ΄΄ψυχολογία΄΄, ως είθισται να λέμε.

Στον πρώτο δρόμο που περπατώ, περνάει σφαίρα δίπλα μου ένα περιπολικό, που μάλλον κυνηγούσε κάποιο ΄΄καλόπαιδο΄΄ και επειδή το ύψος της μάσκας δεν κάλυπτε τη μύτη, όπως θα έδειχνε το V.A.R., έπρεπε να δοθεί πέναλτι, αλλά λίγο το καλόπαιδο, ο ερημικός δρόμος, η σκορδαλιά (τύχη) που έφαγα το μεσημέρι μαζί με τα φασολάκια και περισσότερο η χάρη της απέναντι εκκλησιάς, γλίτωσα.

Ανακουφισμένος, ξεχύθηκα στο κέντρο της πόλης, αλλά από το περπάτημα και το ΄΄κούγκι΄΄ της μάσκας, που από την σκορδαλιά έγινε μπουρλότο, άναψα και άραξα στη μοναδική εξωτερική καρέκλα ενός καφενείου, προκειμένου να ξεδιψάσω με μια μπυρίτσα, την οποία όμως δεν ήπια αλλά τη λούστηκα, όταν ευθύς αμέσως ήρθε από μέσα ένας ηλικιωμένος καφετζής, ο οποίος μου είπε: Δεν σερβίρουμε κύριε. Είναι take away.

Ζτητώντας τον συγνώμη για τη μεγάλη αστοχία μου και ευχαριστώντας τον από καρδιάς, για τη μεγάλη απόλαυση να ακούς το αγγλικό με βαριά, ίσα και βαλκάνια προφορά, παρά την επιμονή των Άγγλων, να το τραβάμε και χρωματίζουμε, όπως ΄΄to know as better΄΄ της Νόρας Βαλσάμη, ώστε να μας καταλαβαίνουν και αυτοί και η Ευρώπη, προχώρησα στα καταστήματα, που με έκπληξη τα είδα ανοιχτά και με πολύ κόσμο απέξω.

Όπως ο Χορν στην ανωτέρω ταινία, προσπέρασε την ουρά για να πάρει αυτός την εργασία, έτσι και εγώ προσπάθησα να μπω στο μαγαζί,για να πάρω ένα συμβολικό δώρο στην οικογένεια, ώστε να αποκτήσει αξία η απαράδεκτη αυτή βόλτα. Μια νεαρή πωλήτρια, όμως, με σταμάτησε και με άψογο τώρα το αγγλικό, μου λέει: Σας παρακαλώ κύριε. Είναι click away.

Μετά τη δεύτερη ψυχολογική χυλόπιτα και κατά την επιστροφή στο τσαρδί μου για να κρυφτώ, ήρθε και η τρίτη. Σε ένα αδιέξοδο δρόμο παίζανε μπάλα μερικά αλάνια. Προκειμένου να πάρω λίγο από τη φρεσκάδα τους για να τη μεταδώσω στα παιδιά μου, τα οποία δεν ξεκολλάνε από τα κινητά, τους ζήτησα να μου ρίξουν ψηλοκρεμαστά την μπάλα και να τους την επιστρέψω με κεφαλιά. Ο πιο ψηλός όμως από αυτά, παίρνει την μπάλα από το παιδάκι που την κρατούσε και στέκοντας μπρος απ’ αυτόν, όπως έκανε ο Μητρόπουλος (ράμπο) μπροστά από τον Αναστόπουλο (κοντός), μου λέει: Σας παρακαλώ κύριος, παίζουμε. Go away.

Ράκος, μπαίνω στο διαμέρισμα, το οποίο από τους ηχητικούς πυροβολισμούς κινητών & τάμπλετ 6-8 συνδεδεμένων παιδιών μαζί με τα δικά μου, μετατράπηκε σε γουέστερν της Τρίτης, που βλέπαμε στην ΥΕΝΕΔ (ΕΡΤ2 από 1982), στα οποία, όταν είμασταν παιδιά υποστηρίζαμε το ιππικό και όταν μεγαλώσαμε τους ινδιάνους.

Χωρίς ελπίδα για ησυχίακαι τηλεόραση, ώστε να δω όλα τα νέα περί ιού και να ξαναγίνω έτσι τούρμπο και όχι Θύμιος από τα Τρίκαλα, αποσύρθηκα στην κρεβατοκάμαρα. Πριν οριζοντιωθώ και καρφωθώ στις ειδήσεις του κινητού, που κατεβαίνουν σαν τα τζογαδόρικα φρουτάκια αναζητώντας τα 777, καρφώνομαι στη θέα έξω του μικρού φεγγαριού, που σύμφωνα με τον Τσάρλι Τσάπλιν βλέπεις την ομορφιά του Θεού και το οποίο θα είναι το μόνο που θα μας κάνει παρέα στις φετινές γιορτές, γιατί δεν βλέπω άνθρωπο να έρχεται στο σπίτι. Σε συνδυασμό μάλιστα με τα πολλά τρεμάμενα φωτάκια των πολυκατοικιών, κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα μια άλλη εποχή, περιοχή και παραμονή Χριστουγέννων, που όμως ήταν πραγματική.

Άκουσα τη μάνα να με ξυπνά για να μην χάσω την παρέα των φίλων μου (Δημητράδες, Πέρης, Ηλίας, Βησσάρης κλπ) και τα κάλαντα. Πρώτη ενέργεια ημέρας, το πέταγμα από το κρεβάτι στο παράθυρο, για να δω αν χιόνισε καθώς και τους παγοσταλακτίτες να κρέμονται στις άκρες των σκεπών. 

Παίρνοντας βιαστικά και με τη βία πρωινό (γάλα σκέτο ή ανακατωμένο με καφέ ελληνικό, χωρίς φέτα, γιατί μέχρι να απλώσεις στο ψωμί την  πλάκα βιτάμ, που μόνο τέτοια υπήρχε, θα έφτανε μεσημέρι) και συνοδευόμενος από τη μυρωδιά της κότας και του χοιρινού, που έβραζαν μέχρι να μαλακώσουν, ώστε ανήμερα το πρωί, ο μέγας μάγειρας και μερακλής πατέρας μου, θα έφτιαχνε την παραδοσιακή σούπα και τηγανιά, συναντούσα στο προαύλιο του Αγ. Βησσαρίωνα (στέκι μας) τα παιδιά και χωριζόμασταν για τα κάλαντα σε ομάδες δύο ατόμων, ώστε να πέσουν στον καθένα περισσότερες δραχμές (φράγκα εμείς λέγαμε).

Όταν τελειώναμε τα κάλαντα ξαποσταίναμε για λίγο στο περίπτερο του Θοδωρούλα, απέναντι του ναού, όπου με τα δικά μας λεφτά αγοράζαμε το αγαπημένο κολατσιό: σοκολατένια kiss. Κατόπιν και προκειμένου να αφήσουμε τον μπαρμπαγιάννη να ησυχάσει από μας, είχαμε να επιλέξουμε: μπάλα στο προαύλιο της εκκλησίας ή ορειβασία στον Ίταμο ή βόλτα στον Πλάτανο, που εκτός από το γηπεδάκι, όπου παιζόταν δυνατά ματς ανάμεσα στα παιδιά του άνω μαχαλά (κοκορέλος) και του κάτω (λάκκος) που ήταν ο δικός μας, είχε και όμορφα κορίτσια.

Το καλύτερό μας, όμως, ερχόταν το μεσημέρι, στα ηλεκτρονικά και τα ξύλινα ποδοσφαιράκια (μπαλάκια λέγονταν και το τάληρο για να βγουν οι μπάλες, μάρκα) του Βασίλη Ιωάννου (πόσες θες παιδί μου; πάρε πέντε και γρήγορα), που παρότι είχε να αντιμετωπίσει αστυνομία, που έδρευε τότε πάνω από το κεφάλι του, νόμο αυστηρό περί απαγόρευσης αυτών κάτω των 17 ετών και μανάδες και θείες, που περνούσαν απέξω σαν ταγματασφαλίτες, ήταν τέτοιος δάσκαλος, που τα κανόνιζε όλα. Για αυτό η πιάτσα, μιας και εκεί μάθαμε τα πρώτα γράμματά της, αποκάλεσε το μαγαζί του ΄΄Ακαδημία΄΄. 

Η επιστροφή στο σπίτι το μεσημέρι έκρυβε πολλές εκπλήξεις. Τότε οι άνθρωποι επικοινωνούσαν με επισκέψεις, που τις θεωρούσαν καθήκον και έτσι την παραμονή που είχε και παζάρι, οι συγγενείς έφερναν πίτες, λουκάνικα, τυριά, γιαούρτια, κάστανα, καρύδια, τσιγαρίδες, αλευριά, βούτυρο, κότες κλπ. Συγχρόνως, ο πατέρας, που πληρωνόταν από τη δουλειά, γέμιζε το ψυγείο με τα πάντα (και μερέντα που υπήρχε για ολίγα λεπτά) και η μάνα, πάντα αυτή τη μέρα παρά την γκρίνια μας για πιο πριν, στόλιζε το δέντρο και έφτιαχνε τα γλυκά (φοινίκια και κουραμπιέδες), στα οποία όπως και στην καθαριότητα ήταν αξεπέραστη και έτσι το σπίτι μετατρεπόταν σε ένα πραγματικό αρχοντικό, για να υποδεχτεί τη γέννηση του Θεανθρώπου και τους επισκέπτες.

Το μεσημέρι δεν υπήρχε ξεκούραση, γιατί η όρεξη για παιχνίδι και η νύχτα που ερχόταν γρήγορα απαιτούσαν, πριν τις 15μμ, παρουσία στο γήπεδο, από το οποίο αποχωρούσαμε κατά τις 17μμ, η δε εικόνα της απογευματινής επιστροφής, με τη μέρα να σώνεται μέσα σε μια καταπράσινη θέα του πυκνού δάσους, τα πανέμορφα στολισμένα και φωτισμένα σπιτάκια, τις καπνισμένες καμινάδες και τον Κόζιακα χιονισμένο, ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΗ. Ένα πραγματικό και από μόνο του, φυσικό ρεβεγιόν.      

Μετά από το ηρωικό μπάνιο (μόνο ο χώρος της κουζίνας είχε θέρμανση), προκειμένου να είμαστε γαμπροί αύριο το πρωί στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, άρχιζε μεγάλη διαπραγμάτευση με τη μάνα, προκειμένου η βραδιά να συνεχιστεί με ηλεκτρονικά, αίτημα που γινόταν αποδεκτό, μόνο αν θα έπαιζα ένα και πίσω. Στον αγώνα αυτό είχα σύμμαχο τον πατέρα, γιατί όπως δεν κρατούσε κι αυτός την ίδια, αλλά με διαφορετικό αντικείμενο, συμφωνία,  αφού το ένα τσίπουρο στον Μπλούνα ή Ντέλβα γινόταν δεύτερο στον Κωτούλα και τρίτο στον Παππά ή τον Μπόνη, έτσι και εγώ, αντί για σπίτι μετά το pacman στο Βασίλη, τσουπ  στη Τζένη για ΄΄βατραχάκι΄΄ και καληνύχτα στο χωριό, με ένα ποδοσφαιράκι στον Χρήστο.

Παρά την παρασπονδία μου όμως και τον δικαιολογημένο θυμό της μάνας, τα βρίσκαμε εύκολα και σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιζε η μεγάλη χαρά & αφοσίωση τότε όλης της οικογένειας μπροστά στην τηλεόραση, που παρότι ήταν ασπρόμαυρη και άρρωστη και μάταια πάλευε να τη σώσει ο Βασιλιάγκας, μας άφηνε άφωνους με τα εκπληκτικά ποιοτικά προγράμματά της,  που λίγο αυτά, λίγο το λιγοστό φως (τη λάμπα την κλείναμε για να μην θαμπώνει) από τη φλόγα της σόμπας και περισσότερο από τη γεμάτο παιχνίδι ημέρα, ο Μορφέας με έβρισκε χορτάτο από παιχνίδι και εικόνες.

Όπως ο γέροντας στην ανωτέρω ταινία ξυπνά και καταλαβαίνει, ότι το αλίμονο της ζωής δεν το έχει ο αυτός, ο άρρωστος 80άρης που γλέντησε τη ζωή του, αλλά οι νέοι (υποδύονται οι Ντούζος και Κοντού), που παρότι έχουν ομορφιά και νιάτα, μαραζώνουν από τον τότε ιό, την καταραμένη φτώχεια, έτσι και εγώ, ξυπνώντας από τις φωνές των παιδιών στη μάνα τους, επειδή θέλανε κι άλλο παιχνίδι και όχι ξανά τα φασολάκια, κατάλαβα, ότι το σημερινό αλίμονο, που ο covid19 το ανέδειξε έντονα, ανήκει στα παιδιά μας, που ψάχνουν να βρουν στιγμές, εικόνες, γράμματα, δασκάλους, γήπεδα, παιχνίδια, γιορτές, έθιμα, φιλία, συγγενείς, επικοινωνία και αύριο τον έρωτα, όχι έξω στη ζωή, αλλά μέσα από τη φυλακή σπιτιού & κινητού.

Πως αντιμετωπίζετε όμως αυτό το αλίμονο; Ακούγοντας τις φωνές των παιδιών και ξέροντας ότι ο Μορφέας θα τα βρει με παράπονο, τι έπρεπε να κάνω; Να τους κλείσω το δίκτυο, να τους τρελάνω στο κήρυγμα, να τους πάω έξω παρότι πέρασε το επιτρεπτό της  κυκλοφορίας ή να τους κάνω αντάρτες και μέσα από τα βουνά να πάμε στην Πύλη για να μη χάσουμε την ανωτέρω μαγική εικόνα και μετά στο Περτούλι, όπου θα στήσουμε αρχηγείο βομβαρδισμού ενάντια στην αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης (δίκτυα, webex, κινητά κλπ), που εμείς οι γονείς τρέξαμε ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΟΔΗΓΙΩΝ ΧΡΗΣΕΩΣ να την εγκαταστήσουμε στα σπίτια και στα παιδιά μας, για να μη χαλάσει ο δικός μας προσωπικός χρόνος και καριέρα μας.

Η λύση βρίσκεται στην ΑΓΑΠΗ & ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ, όπως ακριβώς έκανε Αυτός που σε λίγο θα γιορτάσουμε τη Γέννησή Του, που κέρδισε με την πίστη & την υπομονή Του τον πανίσχυρο διάολο και δίδαξε τον άνθρωπο, με τη Ζωή, το Λόγο και τη Σταύρωσή Του, να αγαπά. Αν σε κάποιους αυτό δεν είναι πιστευτό (σεβαστό, γιατί η αρχή της ανεξιθρησκείας είναι συνταγματική), ας γίνουν κατανοητές οι ανωτέρω λύσεις μέσα από τον φανταστικό γέροντα, ο οποίος φώναξε τους νέους, όχι για να τους κάνει κήρυγμα, ούτε να εκμεταλευτεί το χρήμα του, ώστε να γευτεί έστω χράτσα-χρούτσα τη μορφονιά, όπως του πρότεινε ο συνομήλικός του φίλος, αλλά τους αγκάλιασε, άκουσε τα προβλήματά τους, τους βοήθησε να παντρευτούν και τους δίδαξε ότι εφόσον αγαπιούνται δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν.

Άνοιξα λοιπόν την πόρτα και επειδή τα παιδιά ήταν τόσο νευριασμένα και τόσο σίγουρα ότι θα τα μαλώσω, θα κλείσω το δίκτυο και θα τους δώσω τα φασολάκια με τη βία, πήρανε θέση μάχης (ο ένας για όπλο το χειριστήριο της τηλεόρασης και ο άλλος του ex box). Αντ’ αυτού όμως και με στόμα ανοιχτό, βλέπουν να κάθομαι δίπλα τους, να τους παρακαλώ να παίξω μαζί τους και να με αποδεχτούν ηλεκτρονικά ως φίλο στο κοινό παιχνίδι τους με τα έξω παιδιά, που τελικά ήταν πολύ εντάξει και όταν μάλιστα τηλεφώνησα για να παραγγείλω πίτσες, δέχτηκα τέτοιο εναγκαλισμό και πανηγυρισμό, που θα το ζήλευε και ο Ελ Αραμπί, στο 1-2 επί της Άρσεναλ, στη μοναδική στιγμή χαράς του ακατανόμαστου για όλους 2020.

Εκείνη την στιγμή βρήκα την ευκαιρία να τους περάσω ένα μήνυμα, που 5 ολόκληρα χρόνια δεν κατάφερνα μέσα από τσακωμούς και κηρύγματα. Το μέτρο στο κινητό και την αξία του έξω και του γηπέδου. Δείξανε κατανόηση και επειδή όπως λέει και ο Σαββόπουλος ΄΄δεν μπορείς να κρυφτείς από τα παιδιά….΄΄ με ρώτησαν αν είμαι καλά και που οφείλεται αυτή η αλλαγή μου.

Τους είπα ότι μέσα από τη λίγη ελευθερία και την πολύ ανάμνηση που έζησα αυτή την ημέρα, δραπέτευσα από τη φυλακή των λαθών μου και επειδή μου το ζήτησαν στη γλώσσα της εποχής τους, τους είπα: BREAK AWAY.

 

Καλές Γιορτές με Υγεία

Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

Μαθητής στους Γόμφους, βρήκε πορτοφόλι & το παρέδωσε στον κάτοχό του

Ένας μαθητής Λυκείου στο δρόμο του χωριού του, στους Γόμφους, βρήκε ένα πορτοφόλι με σεβασ…