
25η Μαρτίου 1992, Αθήνα
Σε μουσικό μεζεδοπωλείο στην Πλάκα, με συμφοιτητές και τσακίρ κέφι, επί μία ολόκληρη ώρα ξεκαρδίζουμε τον κόσμο με ανέκδοτα. Δακρυσμένος απ’ τα γέλια ο τραγουδιστής, με καλεί στο πάλκο να τραγουδήσουμε τον 50άρη του Ζαμπέτα, το οποίο δεν καταφέραμε γιατί όλο το μαγαζί γελούσε. Κατεβαίνοντας, με πλησιάζει και προσγειώνει απότομα ένας πολύ κυριλέ & σοβαρός κύριος: ΄΄ Γέλα νεαρέ, γιατί σε λίγο δεν θα μπορείς να γελάς ΄΄.
Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε, αλλά η κρίση που εννοούσε ο professor και όχι του 50άρη που νόμιζα εγώ ο ανάξιος, λόγω του τραγουδιού, ξέσπασε το 2009 & πριν τα 40 μας. Ήταν τότε, που ενώ απολαμβάναμε με δουλειά & δάνεια τη ζωή τραγουδώντας ΄΄ Όνειρο ζω μην με ξυπνάτε ΄΄, ήρθαν ξανά οι γερμανοί και όχι μόνο μας ξύπνησαν (τεμπέληδες, διεφθαρμένοι, φραπόγαλα), ζήτησαν ρέστα & Grexit, αλλά για Δίστομο & Καλάβρυτα: no comment.
Έτσι, πολύ πριν φτάσουμε 50 και νιώσουμε αλλιώς το ανωτέρω διαμάντι του Ζαμπέτα, με περικοπές, καταργήσεις, χαράτσια, νιώσαμε ένα προγενέστερο του Σουγιούλ, το οποίο η ιατρική, η μόδα & η τρελή σαραντάρα της Βλαχοπούλου το εξαφάνισαν: ΄΄Βρε πως μπατιρίσαμε, που σαρανταρίσαμε΄΄. Αναμένοντας δε, σα νυχτοπούλι στο Παλιοφάρσαλο, ανταπόκριση τρένου για χωριό, τσιτσιβίζοντας τις ανέσεις του αυτοκινήτου, ακόμα κι εγώ ο αργόστροφος κατάλαβα τι ήθελε να πει ο Παπάζογλου: ΄΄Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το τρένο΄΄.
Να λέμε όμως την αλήθεια σειρά, εμείς μωρέ γεννηθείς πέριξ 1970, ποια άλλη γενιά έζησε αυτά που εμείς ως νέοι γευτήκαμε την περίοδο 1974-2009, η οποία δε ζητούσε κουμπούρια, πρόβατα ή ξενιτιά, αλλά μάθετε γράμματα παιδιά;
Μπέμπηδες με ουστ δικτάτορα & βασιλιά και αλησμόνητα σε αλάνες χρόνια παιδικά. Γιορτές με όλο το σόι & γειτονιά και νιάτα όλο γλέντι & χαρά, με ΄΄Οδηγώ και σε σκέπτομαι΄΄ για τον έρωτα και όχι τη βενζίνη. Δαβίδ (Γκάλης) να κερδίζει Γολιάθ (Σοβιετική Ένωση) από την ΕΡΤ ζωντανά. Φλόγα να ξανανάβει με τέτοια χαρά, που μηδενίσαμε Ευρώπη (Χαριστέας, Παπαρίζου) αλλά και κορβανά, λες κι είχαμε να φάμε από 1896 και από ενοίκιο Κολωνό ιδιοκτήτης Ψυχικό, χωρίς να είσαι κούκλος ή ζιγκολό, αλλά με φέσι 40 χρόνια στεγαστικό.
Ούτε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι του 5ου αιώνα τέτοια μεγαλεία. Αλλά για αυτούς, γράφει ακόμα ο ιστορικός για τη Δημοκρατία & Ακρόπολη που φτιάξανε και αν αναλογιστούμε ότι όλες οι προηγούμενες γενιές κάτι αφήσανε με το έργο και τη φωνή τους (Γιούριααα, Αέραααα, Προίκα στην Παιδεία και όχι στη Σοφία, Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία), για εμάς τι θα βρει να γράψει;
Δεν υπήρχαν άραγε στιγμές να τον κάνουμε να ρίξει τον φακό πάνω μας; Στα Ίμια που γκρέμισαν τους αετούς μας, στα σκάνδαλα που αποκαθήλωσαν τα πρότυπά μας, στην τρόικα που ξευτέλισε την αξιοπρέπειά μας και στην αναξιοκρατία που πέταξε στην άκρη & εξωτερικό τα μυαλά μας, γιατί κιοτέψαμε αδέλφια, επιτρέποντας στους μεγαλύτερους να μας χαρακτηρίζουν ΄΄η γενιά του καναπέ΄΄ ή όπως μας έλεγαν παιδιά ΄΄μαγκιά, κλανιά στα βούζια΄΄;
Μήπως τελικά είμαστε αμόρφωτη γενιά και δεν πήραμε χαμπάρι; Το αντίθετο μάλιστα. Η γενιά μας είναι μακράν η πιο μορφωμένη όλων των εποχών, που και για μια θέση κομπιουτερά (πρώην καλαμαρά), το ΑΣΕΠ θέλει χρόνια να υπολογίσει τα υψηλότατα προσόντα μυριάδων αιτούντων. Γιατί λοιπόν δεν συναντιέται η μόρφωση αυτή, έστω και εξ αποστάσεως, για να δημιουργήσει νέο Διαφωτισμό ή Λαμπράκη ή Πολυτεχνείο ή ΄΄Συννεφιασμένη Κυριακή΄΄;
Κατά την ασήμαντή μου γνώμη δεν μπορεί, γιατί παρότι η μόρφωση αυτή είναι πλούσια, εξειδικευμένη & καινοτόμα, απουσιάζει ο δάσκαλος, που πεισμώνει-ξεκλειδώνει τα ατομικά όρια και αφυπνίζει-ενώνει συνειδήσεις, γεννώντας Βενιζέλους, Μποτσαραίους & Βαμβακάρηδες: Η ΠΕΙΝΑ.
Η μόρφωση επίσης που άρχισε να δίδεται απλόχερα μετά τη γενιά του Πολυτεχνείου, η οποία έμεινε στην ιστορία με ένα σύνθημα που ξεκινούσε με τη λέξη Ψωμί (άρα πεινούσε), δεν ήταν για την εθνική ανασυγκρότηση & ανάταση, όπως ήταν στα χρόνια του Κοσμά του Αιτωλού ή του Κοραή, αλλά ήταν η θυσία των φιλότιμων και χριστιανών γονέων μας για μια καλύτερη ζωή.
Μάθε παιδί μου γράμματα, αυστηρά μας καλησπερίζανε, βγάζοντας την ιδρωμένη φανέλα της χειρωνακτικής δουλειάς & Μάθε παιδί μου γράμματα, παραπονεμένα καληνυχτίζανε, για τα δικά τους όνειρα που άρπαξε η ανέχεια. Χάρη σε αυτή τη φανέλα, την καλή μαθητεία μας και την παχιά κατά τα νιάτα μας αγελάδα, μάθαμε ούλα τα γράμματα, τις Κυκλάδες αλλά και το Εγώ, που ενώ κάποτε ήταν προνόμιο & περίγελο για το ρετιρέ, μπούκαρε με την τηλεόραση σε όλα τα διαμερίσματα και άντε τώρα να τα βρεις με την πολυκατοικία.
Αυτή είναι η γενιά μας, όπως μοναδικά παρουσιάστηκε στην ομώνυμη ταινία του 1981 και συγκεκριμένα στην σκηνή (βλέπε φωτό) με τον κατάκοπο πατέρα να κοιμάται στο τρένο, έχοντας στα πόδια το παιδί του, να το πάει στην πόλη για φροντιστήριο.
Το παιδάκι αυτό, που έκανε τους επιβάτες να γελάνε με τις γκριμάτσες του, είμαστε εμείς και κάπως έτσι γελούσαν και οι θαμώνες στην ανωτέρω ταβέρνα, ακούγοντας ένα χωριατόπαιδο, το οποίο ζούσε το μύθο του (φοιτητική ζωή) στην λαμπερή πρωτεύουσα, να λέει ανέκδοτα.
Λέγοντας στους συμφοιτητές μου τι είπε ο professor, άλλοι τον έκριναν αντιευρωπαϊστή, άλλοι σπασίκλα & εγώ 50άρη. Ο χρόνος όμως σωστό, γιατί ξοδεύοντας το μισθό σε ταυτότητες πληρωμών & σούπερ μάρκετ και τις στιγμές & φίλους από το κινητό, πώς να γελάσεις, όπως μας τα έλεγε ήδη από την παιδική μας ηλικία (1985) ο Αριστοφάνης της εποχής μας:
Τζίμης Πανούσης: Δε μπορώ, δε μπορώ, δε μπορώ να τη βρω με κομπιούτερ & με κουμπάκια
25η Μαρτίου 2022 ( τριήμερο χωρίς covid απαγορευτικό), Αθήνα.
Αντί πασάς σε πλατάνια & μεζέδες στο χωριό,
με βενζίνη 2.258, μάνα μ’ τα κλεφτόπουλα, μοιρολόι στο Μετρό.
Φτάνοντας Σύνταγμα πατείς με πατώ,
Πλάκα πήγα να ρεφάρω με μπακαλιάρο τηγανητό,
τιμές όμως παραλίγο εγκεφαλικό,
καφέ ζήτησα ελληνικό. Διπλό; Μονό παρακαλώ.
Τα πιάσαμε τα λεφτά, φωνή από γκαρσόν παλιό,
που επειδή βαρούσε μύγες σχολιάζοντας το δύσκολο καιρό,
ως υπουργέ, γιατρέ, στρατηγέ μου, ζητούσα νερό.
Τι έγινε το μεζεδοπωλείο το μουσικό;
Που ζεις ρε, μου είπε, καφέ έγινε & φαγητό τυλιχτό,
γιατί ο Έλλην τη βρίσκει μόνο στο κινητό
& τα παιδιά που ψυχοπλακώνονται με αυτό,
οφείλουμε να γελάνε με όσα ζήσαμε προ Ευρώ.
Εφόσον λοιπόν κινδυνεύει το γέλιο απ’ τις σειρήνες (μνημόνια, πανδημίες, πόλεμοι, ακρίβεια), ήγγικεν η ιστορική σου ώρα ευλογημένη γενιά. Κι όπως οι άντρες του Οδυσσέα & του ’40 έβαλαν κερί στα αυτιά & φωνάζανε (Αέρααα), έτσι και εμείς, με σκουριασμένα γουόκμαν, levis 501 & κοντομάνικη άσπρη φανέλα, βρεθούμε στα ίδια μέρη (κουτούκια, πλατείες, ξωκλήσια, λιβάδια με τις μπύρες & καρπούζι στα κρύα νερά) & χορεύοντας όπως παλιά, πιασμένοι απ’ τους ώμους & φωναχτά ΄΄ Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα & δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα΄΄, γελάσουμε ξανά.
Για τον μισό σου αιώνα σειρούλα.