unnamed

Πώς πρέπει να μετασχηματιστεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ελλάδα; Ένα νέο κείμενο πολιτικής από τους Γκίκα Χαρδούβελη & Νίκος Μαγγίνα χαρτογραφεί τις προκλήσεις των τραπεζών και της αγοράς κεφαλαίου και προτείνει λύσεις.

& ακόμα

Ένα νέο άρθρο του Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου για τη σημασία της λογοδοσίας στη δημοκρατία και στη δικαιοσύνη

«Με δεδομένη την πολυετή οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010 και την αμέσως μετέπειτα κρίση της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχει μια αίσθηση κατεπείγοντος», γράφουν οι συγγραφείς του κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις για την ανάγκη επανεκκίνησης του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και Πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης και ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας Νίκος Μαγγίνας έχουν πολύ σοβαρούς λόγους να αναφέρονται σε «μια αίσθηση κατεπείγοντος». Εδώ θα δούμε μερικά από τα βασικά σημεία τα οποία αγγίζει το νέο κείμενο πολιτικής.

Αλλεπάλληλες κρίσεις

Ο ελληνικός χρηματοπιστωτικός τομέας -οι τράπεζες, το χρηματιστήριο και άλλοι θεσμοί που προσφέρουν χρηματοπιστωτικά προϊόντα- υπέστη πολύ σημαντική ζημιά κατά την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Από το 2008 μέχρι το 2017, ο αριθμός των τραπεζών μειώθηκε πολύ: μόνο τέσσερις τράπεζες έφτασαν να αντιπροσωπεύουν το 96% του συνολικού ενεργητικού και των συνολικών τραπεζικών δανείων.

Το ευρύτερο περιβάλλον αβεβαιότητας γύρω από τις οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα ήταν, έτσι κι αλλιώς, ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο για την ομαλή λειτουργία των τραπεζών. Πολλά φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις σταμάτησαν να πληρώνουν τα δάνειά τους με αποτέλεσμα ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να εκτιναχθεί. Παρά τη θεαματική μείωσή του από την κορύφωση τον Σεπτέμβριο του 2016 (περίπου ένα στα δύο δάνεια ήταν τότε «κόκκινο»), παραμένει ακόμα και σήμερα (που είναι στο 12,1% του συνόλου των δανείων) το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Η συγκεκριμένη δυσάρεστη εικόνα δεν αφορά μόνο τους δανειολήπτες που δανείστηκαν κάποτε και με την κρίση βρέθηκαν σε δυσκολία, αλλά ευρύτερα την ελληνική οικονομία, καθώς αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων σήμερα.

Το Χρηματιστήριο Αθηνών αντανακλούσε κι αυτό τις συνθήκες μιας χώρας σε βαθιά κρίση. Η αβεβαιότητα και η μειωμένη εμπιστοσύνη έριξαν την αξία του, με αποτέλεσμα στα τέλη του 2021 η κεφαλαιοποίησή του να μην είναι συγκρίσιμη με το σχετικό μέγεθος των χρηματιστηρίων άλλων ευρωπαϊκών χωρών: ήταν στο 36,7% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ, ενδεικτικά, εκείνη του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης είναι σχεδόν διπλάσια (69,5% του γερμανικού ΑΕΠ). Το αποτέλεσμα ήταν σε ολόκληρη τη δεκαετία 2010-2020 οι εισηγμένες εταιρείες να αντλήσουν κεφάλαια μόνο 65,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τα περισσότερα από αυτά (€46,7 δισ.) να αφορούν τις αναγκαστικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.

Τέλος, άλλες κατηγορίες χρηματοοικονομικών οργανισμών, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες, επενδυτικές εταιρείες, εταιρείες factoring και κτηματαγοράς, εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων και venture capital είτε είναι διαχρονικά μικρές σε μέγεθος είτε αποτελούν θυγατρικές των τραπεζών, επομένως, επηρεάζονται κι αυτές από τα προβλήματά τους. Ταυτόχρονα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές «η Ελλάδα συνεχίζει να υστερεί σημαντικά σε δείκτες που αποτυπώνουν ευρύτερες θεσμικές αδυναμίες, όπως θέματα διαφάνειας, επαρκούς πληροφόρησης, ελλιπούς ανταγωνισμού, εταιρικής διακυβέρνησης, καταγραφής, αποτίμησης, προστασίας και ρευστοποίησης ενεχύρων, αποτελεσματικότητας της δικαιοσύνης και προστασίας δικαιωμάτων των πιστωτών«.

Οι παραπάνω συνθήκες αποτυπώνουν ένα τοπίο όπου οι επιχειρήσεις έχουν μειωμένες και λιγότερο ελκυστικές επιλογές δανειοδότησης, και τελικά χρηματοδότησης για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Το κόστος χρηματοδότησης στην Ελλάδα είναι σήμερα πιο υψηλό από εκείνο των εταίρων, αλλά και ανταγωνιστών μας, στην Ευρωζώνη: το μέσο επιτόκιο δανεισμού μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων τον Μάρτιο του 2022 ήταν στο 3,06%, ενώ στην Ευρωζώνη ήταν περίπου το μισό (1,49%). Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη η ελληνική οικονομία επιδεινώνει το πρόβλημα: η πλειοψηφία των επιχειρήσεων είναι μικρές και πολύ μικρές και επομένως συχνά αδυνατούν να αφιερώσουν πόρους στην αναζήτηση των κατάλληλων ευκαιριών χρηματοδότησης.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, «συνιστά κάτι περισσότερο από μια έκφανση της οικονομικής δραστηριότητας ή έναν απλό τομέα της οικονομίας: αποτελεί συνδιαμορφωτή της ίδιας της οικονομικής πραγματικότητας συνολικά, την οποία και αντανακλά».

Οι σημερινές προκλήσεις

Τι μπορεί όμως να γίνει ώστε να μετασχηματιστεί κατάλληλα ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ελλάδα; Πώς μπορούν οι βασικοί θεσμοί, οι τράπεζες και το χρηματιστήριο, να ξεπεράσουν τις πληγές των κρίσεων, να αναπτυχθούν, να ενταχθούν και να προσαρμοστούν στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και, τελικά, να λειτουργούν με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια; Οι συγγραφείς του κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις χαρτογραφούν πιο συγκεκριμένα τις προκλήσεις των τραπεζών και της αγοράς κεφαλαίου για το επόμενο διάστημα, πριν διατυπώσουν τις αντίστοιχες παρεμβάσεις.

Αναφορικά με τις τράπεζες σήμερα, οι συγγραφείς ξεχωρίζουν μερικές ευρύτερες, παγκόσμιες προκλήσεις και εξηγούν τις επιπτώσεις τους στην Ελλάδα: περιγράφουν το πώς η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών επιτοκίων και γενικότερης νομισματικής χαλάρωσης, λόγω της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, συρρίκνωσαν τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών.

Ακόμη, οι τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών δημιούργησαν χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνήθως υψηλής τεχνολογίας, τις λεγόμενες «challenger banks», ανταγωνιστικές προς τις τράπεζες, ειδικά σε κάποιες δραστηριότητες, όπως τα συστήματα πληρωμών. Τέλος, στην Ευρωζώνη, την προηγούμενη δεκαετία αυστηροποιήθηκε αρκετά το θεσμικό πλαίσιο εποπτείας, πράγμα που μειώνει μεν τους κινδύνους για τις τοπικές τράπεζες, αλλά ταυτόχρονα δίνει και μικρότερα περιθώρια ευελιξίας.

Οι σημερινές προκλήσεις για την ελληνική κεφαλαιαγορά είναι μάλλον διαχρονικές και έχουν περισσότερο τοπικό χαρακτήρα«Το ελληνικό χρηματιστήριο», γράφουν οι συγγραφείς, «έχει παγιδευτεί σε μια μακροχρόνια τροχιά συρρίκνωσης και είναι σημαντικό να επανενεργοποιηθεί ως βασικός πυλώνας χρηματοδότησης και μεγέθυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας (…) Οι προκλήσεις αλλά και οι ευκαιρίες για το ΧΑ μεγεθύνονται από το ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, το οποίο διαρκώς αναδιατάσσεται με τάσεις συγκέντρωσης και διεθνοποίησης των χρηματιστηριακών αγορών, αποκέντρωσης και ψηφιοποίησης της διαπραγμάτευσης και δημιουργίας εξειδικευμένων υπο-αγορών, νέων προϊόντων και σχημάτων χρηματοδότησης.»

Βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις

Οι συγγραφείς αφιερώνουν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας τους στο να εξηγήσουν αναλυτικά τις προτάσεις τους για πιθανές παρεμβάσεις, οι οποίες θα συμβάλουν στην επανεκκίνηση. Οι προτάσεις τους αφορούν όλες έναν βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τη διευκόλυνση χρηματοδότησης με δανειακά κεφάλαια, τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων με την παροχή μετοχικού κεφαλαίου και την κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση και εποπτεία. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε, σε τίτλους, την κάθε μία πρότασή τους.

Για τη διευκόλυνση χρηματοδότησης με δανειακά κεφάλαια προτείνεται:

  1. Η Δημιουργία Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης (Independent Credit Bureau).
  2. Η δημιουργία ενός περιεκτικού ψηφιακού μητρώου ακινήτων.
  3. Η διασφάλιση πληρέστερης λογιστικής αποτύπωσης της κατάστασης των επιχειρήσεων με ενίσχυση δομών εποπτείας και ελέγχου, μέσω ενεργοποίησης της ΕΛΤΕ.
  4. Η επέκταση της χρήσης εξωτερικών ελεγκτών σε μεγαλύτερη περίμετρο επιχειρήσεων.
  5. Η κινητοποίηση για αποτελεσματικότερη εφαρμογή της προ-πτωχευτικής και πτωχευτικής διαδικασίας.
  6. Η άμεση δημιουργία επιτροπής συμβουλευτικής ενημέρωσης και τεχνικής βοήθειας δυνητικών επενδυτών μέσω ΤΑΑ (RRF).
  7. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος.
  8. Η μεγαλύτερη έμφαση σε εξειδικευμένη εκπαίδευση στη Χρηματοοικονομική των Δικαστών και των εργαζομένων της νομικής επιστήμης στον χρηματοοικονομικό χώρο.
  9. Η προετοιμασία για πιθανή μελλοντική δημιουργία εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού («bad bank») σε εθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο.

Για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων με την παροχή μετοχικού κεφαλαίου προτείνεται:

  1. H επέκταση της περιμέτρου των επιχειρήσεων που υποχρεούνται να ακολουθούν κανόνες χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης.
  2. Η ενθάρρυνση πολιτικών μεγέθυνσης των επιχειρήσεων.
  3. Η πολιτική κινήτρων για αναβάθμιση της ελκυστικότητας του ΧΑ.
  4. Η αξιοποίηση ασφαλιστικού-αποταμιευτικού πυλώνα για διεύρυνση της επενδυτικής βάσης του χρηματιστηρίου.
  5. Η τεχνολογική αναβάθμιση του ΧΑ.
  6. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού του ΧΑ και του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα.
  7. Η προετοιμασία για τη διασύνδεσή μας με την εκκολαπτόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση Κεφαλαιαγορών και η αποσαφήνιση της στρατηγικής του ΧΑ όσον αφορά συνεργασίες με άλλα χρηματιστήρια.

Για την κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση και το θέμα της εποπτείας προτείνεται:

  1. Η αξιοποίηση των συνεργιών μεταξύ της Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ταμείου Ανάκαμψης.
  2. Ο επανασχεδιασμός της αρχιτεκτονικής εποπτείας του χρηματοοικονομικού συστήματος στη βάση των προτάσεων της Έκθεσης «Πισσαρίδη» και η ενίσχυση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

 Διαβάστε παρακάτω το άρθρο του Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου

Λογοδοσία Στη Δημοκρατία Και Στη Δικαιοσύνη: Συχνά Ανεπίκαιρη, Πάντοτε Απαραίτητη

O Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο ΕΚΠΑ, γράφει για τη σημασία της λογοδοσίας για τη δημοκρατία.

ριν από έναν χρόνο, τον Μάρτιο του 2021, είχε δημοσιευτεί και είχε κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων η Ετήσια Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη για το έτος 2020. Τον Δεκέμβριο του 2021 δημοσιεύτηκε και επίσης κατατέθηκε στη Βουλή η αντίστοιχη Ετήσια Έκθεση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). Το παρελθόν έτος και άλλοι φορείς, όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο, δημοσίευσαν επιμέρους Εκθέσεις.

Η δημοσίευση και κατάθεση αρμοδίως τέτοιων εκθέσεων συχνά περνά απαρατήρητη. Και όμως πρόκειται για σημαντικές δράσεις Ανεξάρτητων Αρχών, οι οποίες πραγματώνουν τη λεγόμενη «οριζόντια λογοδοσία» στη δημοκρατία. Αντίθετα με την κάθετη λογοδοσία η οποία πραγματώνεται με τη διεξαγωγή εκλογών, όταν οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι «δίνουν λόγο» στους πολίτες και επανεκλέγονται ή καταψηφίζονται, η οριζόντια λογοδοσία περιλαμβάνει την άσκηση ελέγχων και την τήρηση ισορροπιών μεταξύ των δημοκρατικών θεσμών (O’Donnell 1998).

Πολύ λιγότερο δημοφιλής στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης από τη διεξαγωγή εκλογών, η οριζόντια λογοδοσία είναι απαραίτητο στοιχείο των σύγχρονων δημοκρατιών.

Αυτές δεν κρίνονται πλέον μόνο με βάση τα κλασικά κριτήρια, δηλαδή την περιοδικότητα, ακεραιότητα/εντιμότητα, και πλουραλιστική συμμετοχή κατά τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών. Οι δημοκρατίες κρίνονται επίσης και από το κατά πόσον είναι αποδοτικές και δίκαιες. Λόγου χάρη, από το κατά πόσον είναι αποδοτική η απονομή δικαιοσύνης.

Τον Δεκέμβριο του 2021 η Πειθαρχική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου απέλυσε 6 δικαστές για λόγους υπηρεσιακής ανεπάρκειας, και ειδικότερα λόγω υπερβολικών καθυστερήσεων στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Το επανέλαβε τον Μάρτιο του 2022 για άλλους 7 δικαστές, με την ίδια αιτιολογία. Σε μία περίπτωση, πρωτοδίκης καθυστερούσε τη διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων από το 2012.

Αυτό είναι ένα σπάνιο αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα λογοδοσίας δικαστών, ένα ζήτημα το οποίο πραγματεύεται ο Μιχάλης Ν. Πικραμένος στο τελευταίο βιβλίο του «Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία: δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη» (Ευρασία, Αθήνα 2022).

Στις γραμμές που ακολουθούν θα παρουσιαστούν και ερμηνευθούν, συνοπτικά, πρώτα η διεθνής συζήτηση και έρευνες για τη δημοκρατική λογοδοσία. Κατόπιν, η έννοια και οι προϋποθέσεις της λογοδοσίας και οι ελλειμματικές όψεις της γενικά, στο δημοκρατικό πλαίσιο, και ειδικότερα στην πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Και τέλος, στον επίλογο, η σημασία της λογοδοσίας για τη δημοκρατία.

Ανάδειξη και απαίτηση της λογοδοσίας

Ηλογοδοσία δεν αφορά μόνο συγκεκριμένους τομείς (π.χ., κυβέρνηση, δικαστικό σύστημα, δημόσια διοίκηση), αλλά ευρύτερα τη λειτουργία της δημοκρατίας. Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, οι πολιτικοί επιστήμονες, προσηλωμένοι στο ερώτημα του πώς, πότε και γιατί είναι δυνατή η μετάβαση από τον αυταρχισμό στη δημοκρατία και η εδραίωση της δημοκρατίας, δεν είχαν δώσει προσοχή στη δημοκρατική λογοδοσία. Μάλιστα, σε βασικά έργα τους γνωστοί θεωρητικοί της δημοκρατίας δεν αφιέρωναν ξεχωριστό χώρο στην ανάλυση της λογοδοσίας (π.χ., Sartori 1987, Birch 1993, Held 2007).

Στο γύρισμα του 20ού προς τον 21ο αιώνα, με τη σταθεροποίηση των δημοκρατιών, αλλά και τα πασιφανή ελλείματά τους, δημιουργήθηκε θεωρητικό ενδιαφέρον για τη λογοδοσία. Η λογοδοσία αναδείχτηκε ως κύριο θέμα της θεωρίας της δημοκρατίας. Προέκυψαν ενδιαφέρουσες αναλύσεις στηριγμένες στην εμπειρία των ευρωπαϊκών και λατινοαμερικανικών δημοκρατιών (O’Donnell 1998, Przeworski, Stokes και Manin 1999, Goodin 2003, Bovens 2007, Warren 2014, Olsen 2017).

Ωστόσο, η λογοδοσία δεν αποτελεί τόσο θέμα έρευνας όσο απαίτηση, και μάλιστα πάγιο αίτημα των πολιτών. Για παράδειγμα, με βάση έρευνα του Ευρωβαρόμετρου τον Σεπτέμβριο του 2021, το 85% των Ευρωπαίων πολιτών και το 89% των Ελλήνων συμφωνούσαν ότι χρειάζεται διαφάνεια και αποτελεσματικός έλεγχος στον τρόπο με τον οποίο δαπανώνται οι χρηματοδοτικοί πόροι του προγράμματος «Next Generation EU», δηλαδή του Σχεδίου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

διαβάστε ακόμα

Σκέψεις Για Μια Σύγχρονη Και Αποτελεσματική Δικαιοσύνη

Το ενδιαφέρον των πολιτών για τη λογοδοσία μάλλον σχετίζεται με τη γενικότερη δυσθυμία για τη λειτουργία της δημοκρατίας. H δυσθυμία, όχι με τη δημοκρατία ως πολίτευμα, αλλά με τον τρόπο που αυτή λειτουργεί στην πράξη, έχει καταγραφεί διαχρονικά στην ΕΕ. Με βάση το Ευρωβαρόμετρο (και παρόμοιες έρευνες) των ετών 1973-2010, περίπου το 50-55% των Ευρωπαίων ήταν ευχαριστημένοι πολύ ή αρκετά με τη λειτουργία της δημοκρατίας, ενώ οι υπόλοιποι δεν ήταν ευχαριστημένοι (GESIS 2010).

Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας, στις ευρωπαϊκές χώρες με τα βαρύτερα οικονομικά προβλήματα (π.χ., Ελλάδα, Πορτογαλία), η ικανοποίηση από τη δημοκρατία παρουσίασε απότομη πτώση. Τον Μάρτιο του 2021 η ικανοποίηση από τη δημοκρατία στις χώρες της ΕΕ ήταν κατά μέσο όρο στο 54% (Bertelsmann Stiftung 2021). Η αίσθηση ότι οι πολίτες δεν μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη των αποφάσεων και ότι οι πολιτικοί αξιωματούχοι δεν λογοδοτούν είναι μέρος αυτού του προβλήματος.

Έννοια και προϋποθέσεις της λογοδοσίας

Τι είναι όμως η λογοδοσία; Κάπως σχηματικά, λογοδοσία στη δημοκρατία σημαίνει ότι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι δίνουν λόγο στους εκλογείς τους, τούς αποδίδουν λογαριασμό. Με τη στενή έννοια «λογοδοσία… είναι η υποχρέωση έκθεσης πεπραγμένων. Ευρύτερα, ταυτίζεται με την έννοια της ευθύνης. Με αυτή τη δεύτερη έννοια, το άτομο είναι υπεύθυνο για τις ενέργειές του έναντι άλλου φορέα. Ο φορέας αυτός έχει την εξουσία να αξιολογεί και ενδεχομένως να επιβάλλει κυρώσεις» (Hague και Harrop 2011: 628).

Σημαντική προϋπόθεση της λογοδοσίας είναι προφανώς η διαφάνεια. Χωρίς αυτήν, εφόσον τυχόν κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση εργάζονταν εν κρυπτώ, η λογοδοσία θα ήταν αδύνατη. Η διαφάνεια είναι αναγκαία συνθήκη για τη λογοδοσία. Δεν είναι όμως επαρκής. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα από το 2010 υφίσταται το ηλεκτρονικό σύστημα «Διαύγεια«, μια καινοτομία που έχει επαινεθεί διεθνώς. Καμία διοικητική πράξη δεν έχει νομική ισχύ, εφόσον δεν έχει αναρτηθεί στη «Διαύγεια». Σήμερα στην Ελλάδα 5.147 φορείς του Δημοσίου αναρτούν πράξεις στην «Διαύγεια». Από το 2010, περισσότερες από 11,5 εκατομμύρια πράξεις έχουν αναρτηθεί εκεί. Ωστόσο, οι αναρτήσεις στη «Διαύγεια», ενώ έχουν συντελέσει στην αποκάλυψη προβληματικών αναθέσεων ή διορισμών, συνολικά δεν έχουν εμπλουτίσει τη λογοδοσία.

Για να συμβεί αυτό, θα απαιτούταν να υπάρχει στην Ελλάδα ενεργότερη κοινωνία πολιτών, καθώς και απλούστερη για τον πολίτη πρόσβαση και αναζήτηση στοιχείων στη «Διαύγεια». Επιπροσθέτως, για να είναι εφικτή η λογοδοσία, θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια εκ μέρους της δημόσιας διοίκησης για να είναι σαφείς και κατανοητές οι αναρτώμενες πράξεις. Θα ήταν επίσης χρήσιμος ένας άλλος, ανεξάρτητος μηχανισμός που θα έλεγχε την ακρίβεια των στοιχείων που αναρτώνται στη «Διαύγεια». Έτσι, πολίτες και συλλογικοί φορείς θα μπορούσαν να εμπλακούν σε συζήτηση με τους αρμόδιους για την τάδε ή τη δείνα απόφαση διορισμού ενός υπαλλήλου, ανάθεσης ενός έργου ή απονομής ενός δικαιώματος. Διαφορετικά, η διαφάνεια μπορεί να καταλήξει σε μονόλογο (Ταμπακίδης 2022): στην περίπτωση αυτή η διοίκηση πληροφορεί, οι πολίτες απλά σιωπούν και δεν ρωτούν.

Στη θεωρία της πολιτικής επιστήμης δεν αποδίδεται σημασία στη λογοδοσία εξίσου από όλες τις θεωρητικές προσεγγίσεις. Μεταξύ αυτών, τη λογοδοσία υπογραμμίζουν -δηλαδή τη θεωρούν ως ένα «δέον» της δημοκρατίας- κυρίως η θεωρία του πλουραλισμού και η θεωρία της κοσμοπολίτικης δημοκρατίας (Heywood 2014: 124, 131). Η πρώτη θεωρία προσδοκά ότι ο συνδυασμός του κομματικού ανταγωνισμού με την ελεύθερη έκφραση των ομάδων συμφερόντων θα επιτύχει την επιθυμητή λογοδοσία. Η δεύτερη ελπίζει στην ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών, έτσι ώστε διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) και κοινωνικά κινήματα να μετέχουν σε διεθνή fora και να ζητούν ευθύνες από όσους λαμβάνουν αποφάσεις παγκόσμιας εμβέλειας.

Ωστόσο, σήμερα, τέτοιες δυνατότητες υπερεθνικής λογοδοσίας είναι ισχνές. Η λογοδοσία λαμβάνει χώρα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, τόσο με τη διεξαγωγή εκλογών, ώστε οι πολίτες να κρίνουν με την ψήφο τους τις επιδόσεις των αξιωματούχων που επιζητούν την επανεκλογή τους, όσο και στη διάρκεια της θητείας μιας κυβέρνησης ή μιας πλειοψηφούσας παράταξης σε επίπεδο Περιφέρειας ή Δήμου.

Πράγματι, στο μεσοδιάστημα μεταξύ εκλογών, προβλέπεται η λογοδοσία να λαμβάνει χώρα μέσω θεσμών και επί των θεσμών. Παραδείγματα είναι η άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου και η πρόταση μομφής κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης, η εφαρμογή της νομοθεσίας περί ευθύνης υπουργών, ο απολογισμός και γενικός ισολογισμός του κράτους. Με αυτούς και άλλους τρόπους, οι πολίτες μπορούν να πληροφορηθούν για τις πράξεις και παραλείψεις της κυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης, να αξιώσουν την αιτιολόγηση και τεκμηρίωση των αποφάσεων κυβέρνησης και διοίκησης και να επιδοκιμάσουν ή να αποδοκιμάσουν τις σχετικές πράξεις και τις παραλείψεις της (Πικραμένος 2022: 105).

Επιπλέον στις σύγχρονες δημοκρατίες, στο μεσοδιάστημα μεταξύ εκλογών, τα συντάγματα επιδιώκουν τη διατήρηση ελέγχων και ισορροπιών ανάμεσα στην εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Ταυτόχρονα, παράλληλα με τις τρεις εξουσίες, έχουν εγκαθιδρυθεί Ανεξάρτητες Αρχές. Μη δεσμευόμενες από την κυβέρνηση και μη μετέχοντας στην απονομή δικαιοσύνης, οι Αρχές (όπως, π.χ., ο Συνήγορος του Πολίτη) μετέχουν στην οριζόντια διαδικασία λογοδοσίας, όπως ήδη σημειώθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου.

Ελλειμματική λογοδοσία

διαβάστε ακόμα

Η Δικαιοσύνη Στην Ελλάδα – Μια Έρευνα

Παρ’ όλα αυτά, η λογοδοσία σήμερα παραμένει περισσότερο ένα ουτοπικό ζητούμενο, παρά μια εμπεδωμένη πρακτική. Αυτό αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας γενικά, την πολύ-επίπεδη διακυβέρνηση (Παπαδόπουλος 2010) και τους επιμέρους τομείς του πολιτικού συστήματος, όπως, για παράδειγμα, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης (Πικραμένος 2022).

Στο γενικότερο πλαίσιο της δημοκρατίας, ο πιο προφανής μηχανισμός λογοδοσίας, δηλαδή οι περιοδικές, ελεύθερες και τίμιες εκλογές, πάσχουν από γνωστά προβλήματα. Αφενός παρουσιάζουν έναν βαθμό ελαττωματικότητας, μεγαλύτερο ή μικρότερο, ανάλογα με την ποιότητα της εκάστοτε δημοκρατίας. Το γήπεδο στο οποίο διεξάγεται ο αγώνας των εκλογών μπορεί να είναι επικλινές. Και ο αγώνας να διεξάγεται με πολύ άνισους όρους. Ισχυροί οικονομικοί όμιλοι, μέσα ενημέρωσης, αυταρχικά κυβερνώντα κόμματα και αδίστακτοι ηγέτες κυβερνήσεων μπορούν να επηρεάσουν την εκλογική διαδικασία, αμβλύνοντας τον αξιολογικό, «κυρωτικό», χαρακτήρα των εκλογών.

Αφετέρου οι εκλογές έχουν πολλές άλλες λειτουργίες, πέραν της λογοδοσίας. Τέτοιες λειτουργίες, μεταξύ άλλων, είναι η αντιπροσώπευση των πολιτών, η υποστήριξη ή απόρριψη πολιτικών προγραμμάτων αποτελούμενων από δέσμες μέτρων δημόσιας πολιτικής, η ενσωμάτωση κοινωνικών ομάδων στο πολιτικό σύστημα και η απάντηση στο ερώτημα «ποιος θα κυβερνήσει». Δηλαδή είναι δύσκολο ένας εξωτερικός παρατηρητής να συναγάγει ότι πραγματώθηκε κάποια λογοδοσία, με βάση την εκλογική επιτυχία ή αποτυχία ενός υποψήφιου, που είχε θητεύσει σε κυβερνητικό αξίωμα, ή ενός κόμματος που είχε κυβερνήσει, μόνο ή σε κυβερνητικό συνασπισμό με άλλα κόμματα.

Ως προς την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, οι αμφιβολίες όσον αφορά την πραγμάτωση της λογοδοσίας είναι πολλές. Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση περιλαμβάνει τη διάχυση της λήψης και εφαρμογής αποφάσεων σε πολλά επίπεδα. Αυτά περιλαμβάνουν όργανα της κεντρικής και αποκεντρωμένης διοίκησης, της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, των δικτύων πολιτών και οργανώσεων και των κοινοτήτων δημόσιας πολιτικής (policy communities), όπου ο δημόσιος, ο ιδιωτικός και ο «τρίτος τομέας» (ΜΚΟ) επικαλύπτονται.

Στις σύγχρονες δημοκρατίες, η κεντρική κυβέρνηση, η βουλή και η δημόσια διοίκηση συχνά αδυνατούν να ανταποκριθούν στον όγκο και την πολυπλοκότητα των προβλημάτων που απαιτούν λύσεις δημόσιας πολιτικής. Δεν διαθέτουν τον χρόνο, τις πληροφορίες, τις τεχνικές γνώσεις και τις δεξιότητες για να επέμβουν λύνοντας σύνθετα και διαρκώς μεταβαλλόμενα προβλήματα. Για τον σκοπό αυτό, καταφεύγουν σε τρίτους, δηλαδή σε τοπικούς παράγοντες, ειδικούς εμπειρογνώμονες, επιχειρήσεις, ΜΚΟ. Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση υπερέχει της παραδοσιακής μορφής διακυβέρνησης (κεντρική κυβέρνηση – βουλή – δημόσια διοίκηση) ως προς την αποτελεσματικότητα της διαμόρφωσης και υλοποίησης μέτρων δημόσιας πολιτικής.

Είναι όμως αμφίβολο αν υπερέχει και ως προς τη δημοκρατικότητά της, καθώς η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση αντιμετωπίζει τουλάχιστον τέσσερα σχετικά προβλήματα (Παπαδόπουλος 2010: 3-9). Συγκριτικά με τη Βουλή και τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια, τα δίκτυα διακυβέρνησης, εντός και εκτός του δημόσιου τομέα, έχουν μειωμένη ορατότητα. Τα μέλη των δικτύων δεν λογοδοτούν στους πολίτες.

Πρωτίστως λογοδοτούν στον επαγγελματικό κλάδο ή την επιστημονική κοινότητά τους (επαγγελματίες, ειδικοί και εμπειρογνώμονες) ή στην οργάνωση που τους εξέλεξε (εκπρόσωποι συνδικάτων και εργοδοτικών και επαγγελματικών ενώσεων). Στα ποικίλα και αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα διακυβέρνησης, η εμπλοκή αφενός των εμπειρογνωμόνων και αφετέρου των εκπροσώπων επιμέρους φορέων, οδηγεί μερικές φορές, αν όχι συχνά, σε συμβιβαστικές, αντί για καινοτόμες, επιλογές μέτρων πολιτικής.

Σε αυτά τα επίπεδα δηλαδή αναζητείται ο κοινός παρονομαστής. Τέλος, με τις διαπραγματεύσεις για τη λήψη αποφάσεων να λαμβάνουν χώρα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα διακυβέρνησης, δεν είναι σαφές ποιος φέρει την ευθύνη για τις αποφάσεις ή πώς επιμερίζεται η ευθύνη για αυτές. Και αυτό περιορίζει τη λογοδοσία.

διαβάστε ακόμα

Μιχάλης Πικραμένος: «Ο Δικαστής, Το Δικαστικό Σύστημα Και Τρεις Συνταγματικές Αρχές»

Θα μπορούσε να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι όσο περισσότερο αυξάνεται η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, τόσο μειώνεται η δημοκρατική λογοδοσία. Θα ήταν μια υπερβολική άποψη. Όπως όμως σωστά παρατηρεί ο Γιάννης Παπαδόπουλος, τα προβλήματα λογοδοσίας που δημιουργεί η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση δεν καλούν σε εγκατάλειψη της λογοδοσίας. Καλούν σε αυξανόμενη εγρήγορση για «ευρεία δημοκρατική διαβούλευση στον δημόσιο χώρο» (Παπαδόπουλος 2010: 10).

Ειδικότερη, αλλά εξίσου σημαντική για τη δημοκρατία, είναι η λογοδοσία στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Εκεί η λογοδοσία λαμβάνει τρεις μορφές (Πικραμένος 2022: 119). Πρώτον, οι πολίτες μπορούν να αμφισβητήσουν την κρίση ενός δικαστηρίου και να ασκήσουν ένδικα μέσα, ενώ επίσης προϊστάμενα δικαστικά κλιμάκια ελέγχουν τα υφιστάμενα. Δεύτερον, η απονομή της δικαιοσύνης γίνεται δημόσια, ενώ επίσης η δικανική κρίση δημοσιεύεται (δημόσιες συνεδριάσεις δικαστηρίων, δημοσιεύσεις δικαστικών αποφάσεων). Και τρίτον, οι δικαστές, εάν υποπέσουν σε ποινικά ή πειθαρχικά αδικήματα, υπόκεινται σε κυρώσεις.

Όμως, σήμερα είναι αμφίβολο το κατά πόσον η λογοδοσία των δικαστών είναι εφικτή. Πλήθος ανασταλτικών παραγόντων την εμποδίζουν. Ο γνωστότερος παράγοντας είναι οι διεθνώς διαβόητες και προβληματικές καθυστερήσεις των ελληνικών δικαστηρίων στην απονομή δικαιοσύνης (Πικραμένος 2020: 208-209), με μελανότερο σημείο τον απίστευτο όγκο των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Αναλογικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, ο όγκος τέτοιων υποθέσεων στην Ελλάδα είναι από τριπλάσιος έως πολλαπλάσιος (European Commission – EU Justice Scoreboard 2021: 14).

Υπάρχουν πολλοί άλλοι ανασταλτικοί παράγοντες της λογοδοσίας των δικαστών στην Ελλάδα. Τέτοιοι είναι η έλλειψη ουσιαστικής αξιολόγησης των Ελλήνων δικαστών, η χρονικά περιορισμένη θητεία και η απουσία ειδικών προσόντων και δεξιοτήτων των ανώτατων δικαστικών που υπηρετούν ως επιθεωρητές των δικαστηρίων, η πολύ μεγάλη κλίμακα -δηλαδή κλίμακα επικράτειας- στην οποία οι επιθεωρητές ασκούν τα καθήκοντά τους, η ασάφεια των κριτηρίων και της μεθόδου αξιολόγησης των δικαστών, ο περιορισμός της αξιολόγησης στο ατομικό επίπεδο του δικαστή αντί για τη διοικητική μονάδα (το δικαστήριο) συνολικά, η έλλειψη συλλογικότητας, επικοινωνίας και «ενιαίας γραμμής» μεταξύ των επιθεωρητών και η έλλειψη διοικητικής-τεχνικής υποστήριξης προς τους επιθεωρητές (Πικραμένος 2022: 243-248).

Eπίλογος

διαβάστε ακόμα

Κατερίνα Σακελλαροπούλου: «Πίσω Από Τα Προβλήματα Της Δικαιοσύνης Υποβόσκουν Οι Χρόνιες Παθογένειες Της Χώρας Μας»

Οι παραπάνω δυσκολίες δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η λογοδοσία είναι ανέφικτη ή μάταιη. Οι πολίτες επιζητούν τη λογοδοσία από όσους έχουν εκλεγεί για να κυβερνούν, όσους ασκούν διοίκηση και όσους απονέμουν δικαιοσύνη. Η αξίωση για λογοδοσία δεν αποσκοπεί απαραίτητα στο να προσφερθούν σε πολίτες, οργανώσεις και επιχειρήσεις υψηλότεροι μισθοί, συντάξεις και επιδόματα ή περισσότερες υπηρεσίες, αγαθά, επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές.

Όλοι (ή σχεδόν όλοι) αναγνωρίζουν ότι οι πόροι σπανίζουν και πάντως ότι δεν μπορούν να βρεθούν διά μαγείας σε μια χώρα με μακροχρόνια αδύναμη παραγωγική βάση. Η λογοδοσία αποσκοπεί στο να επανακτήσουν οι πολίτες την εμπιστοσύνη τους στη λειτουργία της δημοκρατίας. Γιατί η δημοκρατία, εντέλει, δεν κρίνεται μόνο από τις δυνατότητες δημοκρατικής συμμετοχής που παρέχει ή τα αγαθά που προσφέρει στους πολίτες, αλλά επίσης -αν όχι κυρίως- από το κατά πόσον πείθει ότι λειτουργεί με διαφάνεια και δικαιοσύνη.

*Ο Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.


Bιβλιογραφικές αναφορές

Bertelsmann Stiftung (2021), «Only 60 percent of EU citizens are satisfied with the state of democracy in the Union«, 13.07.2021.

Birch, A.H. (1993), Concepts and theories of modern democracy, Routledge, Λονδίνο.

Bovens, M. (2007), «Analyzing and assessing accountability: a conceptual framework», European Law Journal, 3 (4), 447-468.

European Commission – EU Justice Scoreboard (2021), «The 2021 EU Justice Scoreboard«.

European Parliament – Flash Eurobarometer (2021), «State of the European Union«.

GESIS (2021), «Very or fairly satisfied with the way democracy works in…«,

Goodin, R.E. (2003), «Democratic accountability: The distinctiveness of the Third Sector», European Journal of Sociology, 44 (3): 359-393.

Hague, R. και M. Harrop (2011), Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση, Κριτική, Αθήνα.

Held, D. (2007), Mοντέλα Δημοκρατίας, Πολύτροπον, Αθήνα.

Heywood A. (2014), Eισαγωγή στην πολιτική, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη.

O’ Donnell, G. (1998), «Horizontal accountability in new democracies», Journal of Democracy, 9 (3), 112-126.

Olsen, J. (2017), Democratic accountability, political order, and change: Exploring accountability processes in an era of European transformation, Oxford University Press, Οξφόρδη.

Παπαδόπουλος, Ι. (2010), «‘Διακυβέρνηση’, δημοκρατικός έλεγχος και λογοδοσία», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 24, 1-11.

Πικραμένος, Μ. Ν. (2022) Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία: δημόσια εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, Ευρασία, Αθήνα.

Ταμπακίδης, Ν. (2022), «Η σχέση διαφάνειας και λογοδοσίας«, Ναυτεμπορική, 10.04.2022,

Przeworski, A., S.C. Stokers και B. Manin, επιμελ. (1999), Democracy, accountability and representation, Cambridge University Press, Καίμπριτζ.

Sartori, G. (1987), The theory of democracy revisited, τόμ. 1 και 2, Chatam House Publishers, Chatam, NJ.

Warren, M. (2014), «Accountability and democracy», στο The Oxford Handbook of Public Accountability, επιμέλ. M. Bovens, R. E. Goodin και T. Schillemans, Oxford University Press, Οξφόρδη.

Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

Πέφτει η αυλαία για τα ιστορικά δικαιώματα το 2025, σύγκλιση 75%, από 28,2 στα 24,8 ευρώ το στρέμμα οι αροτραίες

Τελευταία χρονιά που θα υπάρχουν ανισότητες στα δικαιώµατα ενίσχυσης των παραγωγών είναι α…