goves

Ενα απόσπασμα απο το βιβλίο της Ιωάννα Χαρμπέα ένοχες γόβες

Ο δρόμος της επιστροφής ξεκίνησε. Μάταια ο Στέφανος προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Έβλεπε το φίλο του τόσο θλιμμένο που για πρώτη φορά στη ζωή του δεν ήξερε πώς να φερθεί. Να τον ρωτούσε τι ήταν όλο αυτό το σκηνικό ή όχι; Δεν γνώριζε αν η φιλία και το ενδιαφέρον ξεπερνάνε τα όρια της διακριτικότητας.

Ό,τι  και να έλεγε ένιωθε ότι θα έπαιρνε απάντηση, το έβλεπε στο βλέμμα του ότι κάτι άσχημο συνέβαινε. Τι όμως; Είχε μια υποψία, αλλά το σενάριο αυτό δεν ήθελε ούτε καν να το σκεφτεί! Εκείνη η όμορφη γυναίκα που μπήκε στο μαγαζί ήταν η γυναίκα του αλλά ο κύριος ποιος ήταν; Και τι ήταν εκείνο που ειπώθηκε τόσο σύντομα αλλά πλήγωσε τόσο τον φίλο του που τον έβλεπε να μοιάζει πληγωμένο σπουργιτάκι στη βροχή αναζητώντας κάποια έστω ψίχουλα συμπόνιας;

Χρήστο έλα πάμε στο σπίτι μου να σε δει και η σύζυγος μου είπε αποφασιστικά, είμαι σίγουρος θα χαρεί να σε ξαναδεί μετά από τόσα χρόνια. Ήταν καλή γυναίκα η Έφη και αγαπούσε πολύ το Στέφανο, η σχέση τους άντεξε στα χρόνια και αυτό ήταν έκδηλο. Τώρα είχαν τρία παιδιά και όλα φαίνονταν να κυλούσαν ήρεμα στη ζωή τους σε αντίθεση με το Χρήστο που λες και μια κατάρα τον κυνηγούσε από τα παιδικά του χρόνια.

Έτσι είναι η μοίρα όταν γεννιέται ο άνθρωπος παίρνει στυλό και χαρτί και κάθεται πάνω από την κούνια σου σε κοιτά κατάματα και αρχίζει να γράφει και να γεμίζει το βιβλίο της ζωής σου. Αν τη νευριάσεις με το κλάμα σου γράφει άσχημα πράγματα, μπορεί ακόμα και να διακόψει απότομα , οπότε κόβει το νήμα της ζωής σου. Πρέπει να της χαμογελάς της μοίρας σου από μωρό για να σου χαμογελάσει και αυτή. Ο Χρήστος όμως από τότε που θυμάται τον εαυτό του πάντα έκλαιγε, σπάνια ζωγραφιζόταν το γέλιο στα χείλη του. Δυο χείλη που δε μιλούσαν, που έσφιγγαν όταν πονούσε η καρδιά. Και αυτή τη στιγμή πονούσε πάλι.

Όταν ο πόνος σε πνίγει γέλα, όταν οι αναμνήσεις σε πονάνε ξέχνα, όταν η ζωή σου δεν έχει πια νόημα ζήσε. Πάλεψε με τα κύματα της ψυχής σου, δείξε τα τη δύναμη σου και εκείνα με τη σειρά τους θα καταλαγιάσουν. Αυτά τα λόγια είχε διαβάσει ο Χρήστος σε ένα αγαπημένο του βιβλίο και προσπαθούσε να τα φέρνει στο μυαλό του όταν ένιωθε ότι έφτανε ότι άδειαζε το κουτί της ενέργειας , της θέλησης για ζωή. Χρήστο κάτι σε ρώτησα! Λοιπόν; Ξαναείπε ο Στέφανος. Μπα όχι λέει ο Χρήστος, δεν έχω καθόλου μα καθόλου όρεξη! Ε για αυτόν ακριβώς το λόγο να ρθείς , να θυμηθούμε τα παλιά  και σίγουρα κάτι καλό θα έχει η Έφη για μεζέ να τσιμπήσουμε.

Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου , μια άλλη φορά. Τώρα δε με κρατούν τα πόδια μου. Τι να σου πω; Δεν ξέρω αν πρέπει να επιμείνω ή όχι. Μάλλον όχι ειλικρινά νιώθω λίγο χάλια και θέλω να επιστρέψω σπίτι. Εσύ ξέρεις καλύτερα απαντά ο Στέφανος και τον κοιτάζει μέσα στα μάτια. Ξέρω Στέφανε, ξέρω λέει ο Χρήστος. Δίνουν τα χέρια και χωρίζουν οι δρόμοι τους.

Η βροχή έχει ξεκινήσει πάλι και ο Χρήστος προχωρά σε αυτή σέρνοντας το φορτίο που τον βαραίνει. Όλοι οι περαστικοί δίπλα του κρατάνε ομπρέλα και βαδίζουν γρήγορα! Τόσα πόδια βιαστικά και εκείνος σκυφτός στη βροχή χωρίς ομπρέλα να διώχνει τη βροχή. Τη θέλει να βροχή. Την απολαμβάνει. Νιώθει να τον μαστιγώνουν οι στάλες της. Που πέφτουν τόσο δυνατά στο ταλαίπωρο κορμί του.

Διαπερνούν τα στρώματα της επιδερμίδας και ποτίζουν τα αυλάκια της ψυχής του που διψά! Πόσο διψά η ψυχή του, δε χορταίνει τη βροχή. Τα μαλλιά του κολλημένα στο πρόσωπο, τα μάτια του κλαμένα μα δεν ξεχωρίζουν γιατί τα δάκρυα του έχουν γίνει ένα με τις στάλες της βροχής. Και το βλέμμα του εκεί κάτω  στο πεζοδρόμιο να κοιτά τη βροχή που κάνει ομόκεντρους κύκλους, να ανοίγει τους κύκλους τους ζωής που μόλις μεγαλώνουν χάνονται και ανοίγει πάλι ένας καινούριος κύκλος.

Και τα πόδια των περαστικών τόσο βιαστικά λες και αδημονούν να προλάβουν αυτό που λέγεται ζωή. Να προλάβουν να τα ζήσουν όλα, να τα απολαύσουν πριν κλείσει και άλλος κύκλος. Πόδια ανδρών , γυναικών, παιδιών. Άλλα περιποιημένα με σκαρπίνια ή μπότες και άλλα απλά και ταλαιπωρημένα σαν αυτόν με αθλητικά παπούτσια. Και μέσα σε όλα αυτά σκάνε μύτη και κάποιες γόβες, βιαστικές και αυτές μα με πιο σταθερό βάδισμα φοβούμενες μη γλιστρήσουν στο ήδη βρεγμένο πεζοδρόμιο. 

Ο δρόμος της επιστροφής ατελείωτος. Κάπου μέσα σου λες ποτέ δε θα φτάσω στον προορισμό και μετά αμέσως αναρωτιέσαι. Άραγε θέλω να φτάσω; Όχι ίσως δε θέλεις , ίσως δεν ανήκεις εκεί που πας. Ίσως το σπίτι σου δεν είναι σπίτι σου παρά εκείνο το αναγκαίο καταφύγιο που μαζί με σένα ζούνε και οι εχθροί σου. Εχθρός ήταν πλέον η γυναίκα του εφόσον όχι απλά δεν τον νοιαζόταν αλλά του έκανε επίθεση ψυχής. Έπαιζε με τις αντοχές του, δοκίμαζε πόσο τσιτώνονται τα νεύρα του και τον πατούσε σαν σκουλήκι που τον περνούσε. Αλλά εκείνος πάντα ξεγλιστρούσε και τη γλίτωνε. Για πόσο όμως θα συνέβαινε αυτό; Πόσο τυχερός θα ήταν μέσα στην ατυχία του;

Αν δεν υπήρχε το παιδί σκέφτηκε, ίσως είχε το κουράγιο να σηκώσει κεφάλι ίσως έβρισκε τη δύναμη να νιώσει δυνατός να πετάξει όλο αυτό το μαρτύριο και να μπει ο καθένας στη θέση του. Τι έφταιγε όμως η κόρη του; Να είναι παιδί χωρισμένων γονιών με ψυχολογικά τραύματα, γιατί τα παιδιά θέλουν και πρέπει να ανήκουν σε κανονική οικογένεια με δύο γονείς. Όπως γεννιόμαστε με δυο πόδια , έτσι γεννιόμαστε και από δύο γονείς και αν χάσουμε τον  ένα μένει μια συναισθηματική αναπηρία, ένα κενό που δεν καλύπτεται εύκολα, ίσως και καθόλου να μην καλύπτεται.

Αυτό πίστευε ο  Χρήστος και για αυτό έκανε υπομονή, για αυτό δεν τον πείραζε τίποτα, ούτε η βροχή γιατί ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Τώρα αν τον πείραζε πραγματικά μόνο αυτός το γνώριζε, απλά δεν αντιδρούσε γιατί θα έκανε δυστυχισμένο το αγγελούδι. Αυτό το κορίτσι του η Μαριάνθη που είχε μεγαλώσει αρκετά αλλά για τον θα ήταν πάντα το μικρό του κοριτσάκι δεν ήθελε για κανένα λόγο  να υποφέρει, τουλάχιστον δε θα δημιουργούσε αυτός τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.

Και όσο η βροχή δυνάμωνε οι περαστικοί εξαφανίζονταν. Τα πόδια λιγόστευαν και βρέθηκε μόνος να περπατά  ο  Χρήστος βρεγμένος ως το κόκαλο. Μια φωνή ακούστηκε σχεδόν ταυτόχρονα με μια κόρνα από τον απέναντι δρόμο. Ήταν ένα αυτοκίνητο σταματημένο στο κόκκινο φανάρι και η γλυκιά φωνή της κόρης του που τον φώναζε για να τον πάρει στο αυτοκίνητο της. Ήταν ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο που της το είχε πάρει ο ίδιος από τις οικονομίες που έκανε κάθε φορά που πήγαινε για ψώνια ή έκοβε χρήματα από τις δικές του προσωπικές ανάγκες για να κάνει κάποια στιγμή αυτό το δώρο στο κοριτσάκι του και τα κατάφερε. Και τώρα η γλυκιά του κορούλα θα τον έπαιρνε από τη μπόρα! Από τη μπόρα της ζωής του πώς θα γλίτωνε όμως;

Έτρεξε προς το μέρος της σκεπτόμενος πως θα μπει στο αμάξι εφόσον έσταζε ολόκληρος. Δεν είδε όμως ένα λεωφορείο που έστριβε και ερχόταν καταπάνω του και τότε έγινε το κακό. Μπροστά στα έντρομα μάτια της κόρης του ο  Χρήστος κείτονταν στην άσφαλτο μέσα στα αίματα που μαζί με τα νερά της βροχής κυλούσαν και φαίνονταν περισσότερα από όσα ήταν. Ο οδηγός του λεωφορείου μη μπορώντας να φρενάρει εγκαίρως στον ολισθηρό από τη βροχή δρόμο έπεσε πάνω του. Όταν σταμάτησε ήταν αργά. Πόσο αργά όμως; Είχε κόψει η Μοίρα του το νήμα της ζωής του; Η θυμόταν ότι κάποτε  έστω και σπάνια της χαμογελούσε δεν έκλαιγε πάντα για να του είναι τόσο κακιασμένη και να του δώσει αυτό το άδοξο τέλος και τόσο μεγάλη πίκρα την κόρη του.

Πατέρα, πατερούλη!!! Μίλα μου σε παρακαλώ εκλιπαρούσε η Μαριάνθη και τα δάκρυα της έσταζαν βροχή. Ο  Χρήστος μόλις που άνοιξε τα μάτια και τα ξανάκλεισε απότομα αυτή τη φορά. Το χέρι της Μαριάνθης πήγε μηχανικά και έπιασε την καρδιά του να δει αν χτυπάει. Χτυπούσε ναι, ήταν ζωντανός! Γρήγορα φώναξε καλέστε ένα ασθενοφόρο. Ο κόσμος είχε κλείσει το δρόμο , τα αυτοκίνητα και η κυκλοφορία είχαν σταματήσει και η βροχή ως δια μαγείας σταμάτησε επιτέλους.

Η Μαριάνθη σηκώθηκε έντρομη και ταραγμένη, σκούπισε με το χέρι τα δάκρυα της, γνώριζε ότι δεν ωφελούσαν τα δάκρυα τέτοιες ώρες. Άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε το κινητό κάλεσε  η ίδια ασθενοφόρο εξάλλου κάθε λεπτό , κάθε δευτερόλεπτο ήταν ζωτικής σημασίας κυριολεκτικά πλέον. Δεν περίμενε από κανένα ενδιαφέρον! Αχάριστος κόσμος σκέφτηκε , αδιάφορος και ψυχρός. Ποιος να νοιαζόταν για ένα άγνωστο στις εποχές που ζούμε; Ξανάσκυψε προς το μέρος που κείτονταν ο πατέρας της βυθισμένη στις σκέψεις.

Πόσο τον αγαπούσε τελικά αυτό τον άνθρωπο. Ήταν μάνα και πατέρας μαζί. Αυτός την μεγάλωσε, της διάβαζε, της μαγειρεύε τη συμβούλευε και σε αυτόν έλεγε τα μυστικά της και όλα τα προσωπικά θέματα που την απασχολούσαν. Σε εκείνον χρωστούσε την εισαγωγή της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε εκείνον χρωστούσε που ήταν καλό παιδί, γιατί η καλοσύνη και η αγάπη μόνο θετικά συναισθήματα μπορούν να αποδώσουν.

Κάντε στην άκρη να περάσει το φορείο! Ακούστηκε μια χοντρή και βραχνή φωνή. Ήταν ο τραυματιοφορέας. Η Μαριάνθη ακούμπησε για δεύτερη φορά λίγο βιαστικά το χέρι πάλι πάνω στην καρδιά του πατέρα της να δει αν συνεχίζει να χτυπάει η πονεμένη καρδούλα του. Τον αγαπούσε τόσο πολύ δεν ήθελε με τίποτα να τον χάσει. Ήδη της είχαν κοπεί τα πόδια από το φόβο και η δική της καρδιά φτερούγιζε από την ένταση και την αγωνία. Δεν πίστευε αυτό που ζούσε , ήθελε μόνο όλα αυτά να είναι ένα κακό όνειρο να ξυπνήσει από αυτό τον τρομερό εφιάλτη και όλα να είναι καλά.

Είστε η κόρη του; Ρώτησε ο τραυματιοφορέας; Ναι του απαντά με τρεμάμενη φωνή και καρδιά. Ακολουθείστε μας αν θέλετε. Έχω δικό μου αυτοκίνητο εδώ θα έρθω με αυτό. Βλέπει το φορείο να ξεμακραίνει γρήγορα και τα πόδια της πιάνουν φωτιά τρέχει και εκείνη προς το αμάξι της. Ο συνωστισμός αρχίζει να διαλύεται. Όλοι μπαίνουν στα αυτοκίνητα τους και η κυκλοφορία επανέρχεται. Οδηγεί προσπαθώντας να φτάσει το ασθενοφόρο που έχει γίνει καπνός. Η βροχή ξαναξεκίνησε! Αχ Θεέ μου πάλι βρέχει ήταν ανάγκη τώρα;

Ο ένας υαλοκαθαριστήρας της έχει χαλάσει και δεν πετάει όλη τη βροχή από τα παρμπρίζ του αμαξιού. Με μισό καθαρό τζάμι , με μισή καρδιά χωρισμένη στα δυο οδηγεί όσο μπορεί πλέον πιο γρήγορα και οι σκέψεις της γυρνάνε στο παρελθόν , στις καλές στιγμές που πέρασε με το γλυκό πατερούλη της. Θεέ μου κάνε να σωθεί σε παρακαλώ! Λέει δυνατά και ένας λυγμός της βγαίνει από τον κόμπο της συμφοράς που είχε στο λαιμό της. Ατελείωτος της φαίνεται ο δρόμος, ατελείωτες στιγμές, στιγμές οδύνης, στιγμές βαριές που πλακώνουν την ψυχή σου και δε σε αφήνουν ούτε να ανασάνεις. Ας τελειώσει τουλάχιστον καλά αυτό το μαρτύριο.

Επιτέλους έχει φτάσει στο νοσοκομείο, παρκάρει όπως όπως και κλειδώνει γρήγορα το αμάξι. Τα πόδια της τρέχουν όσο μπορούν αλλά δεν τα νιώθει δεν τα αισθάνεται. Αισθάνεται μόνο ένα κόμπο στο λαιμό και άλλον ένα στην καρδιά. Ο Χρήστος έχει ήδη μπει στην εντατική. Τώρα μόνο ο γιατρός μπορεί να την ενημερώσει και περιμένει με αγωνία. Μετά από 3 ώρες χειρουργείου ο γιατρός της λέει: Κυρία Μαριάνθη κάναμε ότι μπορούσαμε τώρα μόνο ο Θεός για τα υπόλοιπα. Εκείνος έχει αναλάβει τη συνέχεια. Μπορώ να τον δω; Λέει η Μαριάνθη.

Όχι ακόμα, εξάλλου κοιμάται και δεν πρόκειται να καταλάβει τίποτα. Θα δούμε πως θα εξελιχθεί και θα σας καλέσουμε αργότερα. Πάντως θέλω εκ των προτέρων ότι το πρώτο εικοσιτετράωρο είναι πολύ κρίσιμο για τον πατέρα σας και για δικό σας καλό καλύτερα να είστε προετοιμασμένη για όλα. Ο πατέρας σας γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια αλλά ακόμα δεν έχει απομακρυνθεί πολύ. Επιβάλλεται να περάσει λοιπόν κάποιος χρόνος για να μπορούμε να σας πούμε υπεύθυνα ότι έχει ξεφύγει τον κίνδυνο. Κατάλαβα λέει εμφανώς απογοητευμένη.

Κοιτάει το ρολόι της η ώρα πέρασε αχ και ξέχασε τη μητέρα της. Αλλά τι να την κάνει; Ήταν σίγουρη  ότι και να την ενημέρωνε δε θα έτρεχε, για αυτό άλλωστε και δεν της πήρε καθόλου τηλέφωνο δεν ήθελε να ξενερώσει και άλλο μαζί της. Εξάλλου η μητέρα την είχε ξεχασμένη χρόνια τόσο αυτή όσο και τον καημένο τον πατερούλη της. Γιατί να νοιαστεί λοιπόν τώρα; Και να τον έχανε κιόλας σιγά μη στενοχωριόταν θα έπαιρνε μια φιλιππινέζα για τις δουλειές και θα ξεσπούσε τα νεύρα της κάπου αλλού.

Και τώρα αυτή τη στιγμή να την έπαιρνε ίσως να την ενημέρωνε; Ήταν σε δίλλημα! Αλλά εκείνη πάλι γιατί δε νοιάστηκε που ήταν η κόρης της και ο σύζυγός της. Φαίνεται δε θα τους χρειαζόταν. Είναι άσχημο να σκέφτεσαι κάποιον μόνο όταν τον έχεις ανάγκη. Έτσι όμως συνήθιζε να κάνει η μητέρα της δυστυχώς.

Από το δίλλημα της όμως αυτό την έβγαλε ο γιατρός. Θα σας πρότεινα να πάτε σπίτι σας να ξεκουραστείτε και εσείς. Εξάλλου εδώ και να μείνετε δε μπορείτε να προσφέρετε κάτι. Αύριο το πρωί ερχόσαστε πάλι. Αφήστε και το τηλέφωνο σας και αν είναι κάτι θα σας ειδοποιήσουμε εμείς. Σίγουρα γιατρέ; Ναι σίγουρα τώρα η παρουσία σας εδώ είναι εντελώς  άσκοπη. Εντάξει  τότε έτσι θα κάνω θα έρθω αύριο πρωί πρωί. Ευχαριστώ πολύ για ότι κάνατε όσον αφορά τον πατέρα μου. Μην το σκέφτεστε. Ελπίζω όλα να πάνε καλά, ο οργανισμός του φάνηκε πολύ δυνατός ως τώρα τουλάχιστον. Από εδώ και στο εξής θα δούμε. Καληνύχτα σας λοιπόν θα σας ξαναδώ αύριο.

Επίσης καληνύχτα και μην αγχώνεστε ο Θεός βοηθά τους καλούς ανθρώπους. Ναι ο πατέρας της ήταν καλός άνθρωπος, ο καλύτερος , ο πιο γλυκός μπαμπάς του κόσμου! Ακόμα και ο γιατρός το κατάλαβε! Μόνο η μητέρα της δεν είχε καταλάβει τι θησαυρό είχε για άντρα της τόσα χρόνια. Πρώτη φορά στη ζωή της η Μαριάνθη ένιωσε μια αηδία όταν τη σκέφτηκε. Ποτέ βέβαια δε συμπαθούσε τη μητέρα της. Και ο λόγος ότι ποτέ δεν της στάθηκε! Ποτέ όμως δεν ήταν παρούσα στις καλές ή στις κακές στιγμές της.

Στις επιτυχίες της ή στις αποτυχίες. Ποτέ δεν έκλαψε στους ώμους της. Δεν την χάιδεψε σαν μητέρα, ένα μητρικό χάδι δεν ένιωσε. Μόνο ο πατέρας της ήταν εκεί όποτε τον χρειαζόταν. Δεν χρειαζόταν να του μιλήσει πολλές φορές για να του πει πως ένιωθε και ποιες ήταν οι ανησυχίες της. Τον κοιτούσε μόνο έτσι απλά με εκείνο το βουρκωμένο παραπονιάρικο βλέμμα και εκείνος τα καταλάβαινε όλα τα μάντευε. Και μετά αφού έκανε μια αστεία γκριμάτσα για να την κάνει να γελάσει τη συμβούλευε και έλυνε όλα όσα την απασχολούσαν.

Τα προβλήματα πρέπει να τα χτυπάμε στη ρίζα έλεγε και εκείνος έβρισκε πάντα τις ρίζες των προβλημάτων και τα ξερίζωνε μεμιάς. Καθάριζε το θολό τοπίο και πάντα της έλεγε:  Μαριάνθη μου μην πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό! Ο καλός Θεούλης στα έδωσε όλα κορίτσι μου: ομορφιά, μυαλό, υγεία και ανθρώπους να σε νοιάζονται. Έλα όμως που δεν έλεγε ολόκληρη την αλήθεια σε αυτό. Ο μοναδικός που την νοιαζόταν ήταν ο ίδιος.

 Η μητέρα ήταν ορατή στο σπίτι μόνο σαν παρουσία, όχι σαν ψυχή. Δεν ανήκε εκείνη σε αυτό το σπίτι της θαλπωρής που περιμάζευε και τακτοποιούσε ο πατέρας της. Δεν είχε ποτέ ανοιχτή την αγκαλιά για την κόρη της. Μόνο δυο χέρια που κουνιόταν αδέξια όταν θύμωνε ή που έδειχναν στο σύζυγο τι έπρεπε να κάνει. Κάνε αυτό , κάνε εκείνο δούλος κανονικός ήταν ο μπαμπάκας  της. Δούλος χωρίς ρεπό, χωρίς σταματημό , υποχρεωμένος μόνο να υπηρετεί τον ιερό θεσμό που λέγεται οικογένεια, αλλά πολλές φορές δεν είναι!

Οικογένεια είναι ένας σύνδεσμος αγάπης αλλά εδώ φυσούσε εκείνο το αεράκι της παγερής αδιαφορίας από την πλευρά της μητέρας της που κατάφερε να παγώσει ακόμα και τη ζεστή καρδιά της  Μαριάνθης. Ένιωθε σαν παιδί μονογονεακής οικογένειας. Ποτέ δε φώναζε μαμά όταν έκλαιγε. Γιατί άραγε; Τα παιδιά έχουν ανεπτυγμένο το ένστικτο της διαίσθησης και εκείνη διαισθάνονταν ότι τζάμπα και αδίκως θα κλαιγόταν σε αυτή την ψυχρή  γυναίκα. Εξάλλου τη φοβόταν τόσο πολύ κάποιες φορές όταν ήταν μικρούλα απο τις σκηνές υστερίας που έκανε.

Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

Ολοκληρώθηκε η παράδοση- παραλαβή & η συγκρότηση σε Σώμα του νέου ΔΣ του Εμπορικού Συλλόγου Δ. Πύλης

Από το απερχόμενο ΔΣ του Εμπορικού Συυλόγου Πύλης, εξεδόθη η κάτωθι σχετική ανακοίνωση …