dian

Μπορεί το κοινωνικό κράτος να μετατραπεί από τροχοπέδη σε επιταχυντή της βιώσιμης ανάπτυξης; O καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Μάνος Ματσαγγάνης γράφει ένα νέο κείμενο πολιτικής, στο οποίο προτείνει τον αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής προς την κατεύθυνση του «κράτους κοινωνικής επένδυσης».

Παρά τον μερικό εξορθολογισμό του συστήματος κοινωνικής προστασίας την τελευταία δεκαετία, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό τροχοπέδη της ανάπτυξης. Για να μετατραπεί σε επιταχυντή της ανάπτυξης, στήριγμα της μετάβασης προς ένα εξωστρεφές και βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο, θα πρέπει να αλλάξει ριζικά.

Στο κείμενο πολιτικής που έγραψε για τη διαΝΕΟσις, ο Καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου Μάνος Ματσαγγάνης προτείνει τον αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής προς την κατεύθυνση του «κράτους κοινωνικής επένδυσης».

«Ένα κοινωνικό κράτος – επιταχυντής της βιώσιμης ανάπτυξης», γράφει, «προστατεύει αποτελεσματικά τους πολίτες από τις ατυχίες της ζωής, διευκολύνει τα νέα ζευγάρια (και ειδικά τις γυναίκες) να συνδυάζουν καριέρα και οικογένεια, και επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο με στόχο την αναβάθμιση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και των επιχειρήσεων».

Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα του κειμένου του Καθηγητή Μάνου Ματσαγγάνη.

****

Το κοινωνικό κράτος που οικοδομήθηκε στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, και ιδίως στη δεκαετία του 1980, γιγαντώθηκε την εποχή της πλαστής ευμάρειας, και τελικά συνέβαλε καθοριστικά στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Παρά τη μυθολογία που το συνόδευε, και που σε κάποιο βαθμό το συνοδεύει ακόμη, η λειτουργία του αναπαρήγαγε τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις μετριάζει: ήταν γενναιόδωρο με τους ισχυρούς (δηλαδή με τους ασφαλισμένους των «ευγενών ταμείων» και με τους υπερπροστατευμένους της μισθωτής εργασίας) και φειδωλό με τους ανίσχυρους (με τους φτωχούς, τους ανέργους, τους νέους, τα άτομα με αναπηρίες ή με κλονισμένη υγεία, και με τους μετανάστες, ακόμη και με τους νόμιμους). Παρόλα αυτά, ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών, το κοινωνικό κράτος της Μεταπολίτευσης ήταν εξαιρετικά ανθεκτικό: ο πολιτικός και κοινωνικός συνασπισμός που το στήριζε κατάφερε να εξουδετερώσει όλες τις μεταρρυθμιστικές απόπειρες της περιόδου 1992-2010. Η «επιτυχία» αυτή είχε καταστροφικά αποτελέσματα.

Η δεκαετία του 2010 εξέθεσε ανεπανόρθωτα το κοινωνικό κράτος της Μεταπολίτευσης. Παρά τη γενναία μέχρι τότε χρηματοδότηση, όταν ξέσπασε η κρίση το σύστημα κοινωνικής προστασίας απεδείχθη εντελώς ακατάλληλο για τον βασικό ρόλο στον οποίο καλείται να ανταποκριθεί κάθε τέτοιο σύστημα: την εισοδηματική στήριξη των φτωχών και των ανέργων. Στη συνέχεια, το ίδιο το κοινωνικό κράτος μεταμορφώθηκε ριζικά. Οι ανελέητες περικοπές των Μνημονίων περιόρισαν αδικαιολόγητες σπατάλες, όμως χαμήλωσαν υπερβολικά το επίπεδο της κοινωνικής προστασίας, σε μια εποχή που η ανάγκη για αυτήν ήταν μεγαλύτερη παρά ποτέ. Ταυτόχρονα, οι ραγδαίες θεσμικές αλλαγές που επέβαλαν οι δανειστές αντιμετώπισαν –με τρόπο βεβιασμένο και συχνά άδικο– κάποια από τα προβλήματα που εκκρεμούσαν από δεκαετίες. Τέλος, σημαντικά κενά προστασίας διατηρήθηκαν ή διευρύνθηκαν.

Το πρωτόγνωρο περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα θέτει σοβαρά ερωτήματα και για την κοινωνική πολιτική. Κάποια από αυτά σχετίζονται με την πανδημία του κορωνοϊού: τι πρέπει να αλλάξει ώστε το σύστημα υγείας να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια μελλοντική επιδημιολογική πίεση; Άλλα ερωτήματα αφορούν την επόμενη μέρα για την ελληνική οικονομία: η πολιτική της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό υποστηρίζει την αναζήτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, ή την υπονομεύει; Γενικότερα: μπορεί το κοινωνικό κράτος να μετατραπεί από τροχοπέδη σε επιταχυντή της βιώσιμης ανάπτυξης;

Οι προκλήσεις της νέας εποχής

Στις αρχές του 2020, η ελληνική οικονομία πάσχιζε να βρει τον βηματισμό της μετά την πρωτοφανή συρρίκνωση της προηγούμενης δεκαετίας. Την κατακόρυφη πτώση της πρώτης περιόδου (-26,3% την περίοδο 2008-2013) διαδέχθηκε μια πενταετία αναιμικής ανάπτυξης (+3,6% την περίοδο 2013-2018). Έκτοτε, η πανδημία του κορωνοϊού έχει βυθίσει την παγκόσμια οικονομία σε νέα ύφεση, το μέγεθος της οποίας για την Ελλάδα εκτιμήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε -10% για το 2020, με πρόβλεψη για ανάπτυξη +3,5% το 2021. Εάν η πρόβλεψη αυτή επαληθευθεί, το βιοτικό επίπεδο του μέσου κατοίκου της χώρας θα είναι σχεδόν 28% χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2008. Πρόκειται για δραματική υποβάθμιση.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο «ποσοτικό», είναι και «ποιοτικό»: πρόσφατες αναλύσεις υπογραμμίζουν ότι οι οικονομίες που εξειδικεύονται στις προσωπικές υπηρεσίες (π.χ. στον τουρισμό), ενώ επίσης χαρακτηρίζονται από χαμηλή ικανότητα είσπραξης φόρων, μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχόλησης, και κενά στο σύστημα υγείας, είναι περισσότερο εκτεθειμένες στις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Σε παγκόσμια κλίμακα, τα θλιβερά πρωτεία σε αυτόν τον διαγωνισμό ευπάθειας κατέχουν διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής –και η Ελλάδα, όπου ίσης έντασης μέτρα περιορισμού της πανδημίας προκαλούν μεγαλύτερη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας ανάμεσα σε 47 «προηγμένες και αναδυόμενες οικονομίες» σε όλο τον κόσμο.

Με άλλα λόγια, όταν τελικά περάσει η πανδημία, η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε ένα νέο, δυσκολότερο περιβάλλον. Από τη μία, θα είναι καταπονημένη, έχοντας χτυπηθεί από μια δεύτερη μεγάλη ύφεση προτού καλά-καλά συνέλθει από την πρώτη. Από την άλλη, οι αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία (από τον εμπορικό ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας έως τον περιορισμό των αεροπορικών μετακινήσεων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής) καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτες τις «βαριές βιομηχανίες» της, τη ναυτιλία και τον τουρισμό.

Ευτυχώς, η χώρα μας δεν θα μείνει αβοήθητη: μετά τη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει επιχορηγήσεις και χαμηλότοκα δάνεια ύψους 19,5 και 12,5 δισ. ευρώ αντιστοίχως (συνολικά 32,1 δισ. ευρώ) την τριετία 2021-2023. Πρόκειται για πρωτοφανή οικονομική ενίσχυση, η οποία θα προστεθεί στα 22 δισ. ευρώ του ΕΣΠΑ της περιόδου 2021-2027, και τα 18 δισ. ευρώ της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.

Είναι προφανές ότι η διαχείριση αυτών των ιλιγγιωδών ποσών θα κρίνει το μέλλον της χώρας για τις επόμενες –κρίσιμες– δεκαετίες. Πανίσχυροι συνασπισμοί συμφερόντων θα πιέσουν για μερίδιο στον νέο «πακτωλό» που ετοιμάζεται να εισρεύσει στη χώρα. Η ικανοποίηση των αιτημάτων τους θα δώσει το φιλί της ζωής σε ένα ξεπερασμένο παραγωγικό μοντέλο το οποίο έχει προ πολλού εξαντλήσει τη χρησιμότητά του. Η εναλλακτική επιλογή είναι η συνετή αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης για την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας –κρίσιμα προαπαιτούμενα και τα δύο για τη στροφή προς ένα εξωστρεφές και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.

Διάφορες μελέτες (τελευταία, η Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, οι υποδείξεις της οποίας ενσωματώθηκαν στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή) συμπίπτουν στο πώς περίπου πρέπει να είναι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης. Σε γενικές γραμμές, θα βασίζεται στη σοβαρή αναβάθμιση της εξαγωγικής επίδοσης των ελληνικών επιχειρήσεων.

Ποιες είναι οι κοινωνικές προϋποθέσεις της επίτευξης αυτού του στόχου; Πώς πρέπει να προσαρμοστεί η κοινωνική πολιτική; Πώς μπορεί να μετατραπεί το κοινωνικό κράτος από τροχοπέδη σε επιταχυντή της βιώσιμης ανάπτυξης;

Καταρχάς, όπως έδειξε σχετική μελέτη της διαΝΕΟσις, το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων καθηλώνει την εξαγωγική επίδοσή τους. Η αναγκαία διαφοροποίηση των διαχειριστικών ικανοτήτων, προϋπόθεση για την ποιοτική αναβάθμιση του Made in Greece και για την εξειδικευμένη διείσδυση σε νέες αγορές, είναι σχεδόν αδύνατη όσο οι περισσότερες επιχειρήσεις παραμένουν μικρές, ή ακόμη και μικροσκοπικές με διεθνή κριτήρια.

Συνεπώς, είναι απαραίτητη η εξουδετέρωση των εμποδίων που δυσκολεύουν τις επιτυχημένες επιχειρήσεις να μεγαλώσουν. Ένα από αυτά είναι οι διακρίσεις σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Η ασφαλιστική νομοθεσία που ισχύει σήμερα (όπως διαμορφώθηκε με τον Ν. 4670/2020) ουσιαστικά επιτρέπει στους αυτοαπασχολούμενους να πληρώνουν όσα θέλουν οι ίδιοι για κοινωνική ασφάλιση, ενώ εξακολουθεί να επιβαρύνει τους μισθωτούς και τους εργοδότες τους με υψηλές εισφορές. Με αυτόν τον τρόπο, η Πολιτεία επιδοτεί το ελεύθερο επάγγελμα και τις ατομικές επιχειρήσεις, μεροληπτεί κατά της μισθωτής εργασίας, και παρακινεί τους εργοδότες να πληρώνουν ευκαιριακούς συνεργάτες με «μπλοκάκι» αντί να επενδύουν σε μισθωτούς εργαζόμενους με σταθερή απασχόληση. Με άλλα λόγια, παρά τις περί αντιθέτου εξαγγελίες, η πολιτική της νέας κυβέρνησης για το ασφαλιστικό (υπό τις επευφημίες των άμεσα ενδιαφερομένων) πασχίζει να κρατήσει στη ζωή το ξεπερασμένο παραγωγικό μοντέλο των χαμηλών επιδόσεων, υπονομεύοντας στην πράξη τη μετακίνηση προς ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.

Το ίδιο αντιπαραγωγική είναι η σπουδή για την «αποκατάσταση των απωλειών των συνταξιούχων», και μάλιστα των ευπορότερων. Κάθε πολιτισμένη κοινωνία οφείλει στους ηλικιωμένους αξιοπρεπείς υπηρεσίες, πρόσβαση στην περίθαλψη, και συντάξεις πάνω από το όριο φτώχειας, ανάλογες με τις καταβληθείσες εισφορές. Στη σημερινή Ελλάδα, το πρώτο (πρόσβαση στην περίθαλψη) είναι ακόμη ζητούμενο, ενώ το δεύτερο (επαρκείς και ανταποδοτικές συντάξεις) παραβιάζεται από την ανάποδη: οι ήδη συνταξιούχοι, παρά τις περικοπές, εξακολουθούν να λαμβάνουν σε σύνταξη περισσότερα από όσα κατέβαλαν με τις εισφορές τους, και περισσότερα από όσα θα λάβουν όσοι θα συνταξιοδοτηθούν με τους νέους κανόνες. Η υπεράσπιση των υπερ-ανταποδοτικών συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων συνεπάγεται μεγαλύτερα βάρη για τους εργαζόμενους, σημερινούς και αυριανούς. Σε συνδυασμό με τη μείωση των εισφορών των αυτοαπασχολουμένων, αυτό οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια είτε στη διαιώνιση των υψηλών εισφορών των μισθωτών και των εργοδοτών τους για πολλές δεκαετίες, είτε σε ακόμη μεγαλύτερα αναλογιστικά ελλείμματα. Και τα δύο αντιστρατεύονται την ανάπτυξη.

Το κοινωνικό κράτος μοχλός μιας δυναμικής οικονομίας

Η άποψη ότι ένα ισχυρό και καλά σχεδιασμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν είναι «πολυτέλεια» που μόνο πλούσιες χώρες μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους, αλλά απαραίτητο συστατικό για μια δυναμική οικονομία, φαίνεται να κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια. Όπως υποστηρίζει μια πολύ πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ: «Η πανδημία επιβεβαίωσε τα πλεονεκτήματα της ίσης πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες –υγειονομική περίθαλψη, ποιοτική εκπαίδευση, και ψηφιακές υποδομές– καθώς και σε αγορές εργασίας χωρίς αποκλεισμούς και αποτελεσματικά κοινωνικά δίχτυα ασφαλείας».

Για να λειτουργεί το κοινωνικό κράτος ως επιταχυντής της ανάπτυξης («κράτος κοινωνικής επένδυσης») πρέπει να συνδυάζει υψηλές επιδόσεις σε τρεις τομείς:

  1.  αποτελεσματική προστασία των πολιτών από τις ατυχίες της ζωής (π.χ. επιδόματα ανεργίας, υπηρεσίες υγείας),
  2.  διευκόλυνση της απασχόλησης μέσω υπηρεσιών (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, Βοήθεια στο Σπίτι) και ρυθμίσεων (π.χ. γονικές άδειες) που επιτρέπουν στα νέα ζευγάρια, και ιδίως στις γυναίκες, να συνδυάζουν αρμονικά εργασία και οικογένεια,
  3. επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο των πολιτών (δηλαδή στην καλή υγεία και στις δεξιότητές τους), ώστε να ζουν καλύτερα ως άτομα, και να είναι παραγωγικότεροι ως εργαζόμενοι και επιχειρηματίες.

Τι συνεπάγονται τα παραπάνω για τις προτεραιότητες της κοινωνικής πολιτικής που πρέπει να ακολουθήσουμε στην Ελλάδα;

Για να βγει η ελληνική οικονομία από τη στασιμότητα και την υποβάθμιση χρειάζεται ένα κοινωνικό κράτος που να επενδύει στην υγεία, στις δεξιότητες εργαζομένων και ανέργων, στις νέες οικογένειες. Αυτό συνεπάγεται αποφασιστική στροφή στην κοινωνική πολιτική.

Οι αναγκαίες παρεμβάσεις για την επανεκκίνηση

Η σχέση οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής προστασίας είναι αμφίδρομη, αφού ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας συμβάλλει στις υψηλές επιδόσεις της οικονομίας, και ταυτόχρονα τις προϋποθέτει. Η απρόσκοπτη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους χρειάζεται έσοδα από φόρους και εισφορές. Για να είναι βιώσιμοι οι φόροι και οι εισφορές, θα πρέπει οι συντελεστές να είναι λογικοί και η φορολογική βάση ευρεία: με άλλα λόγια, να πληρώνουμε πολλοί για να πληρώνουμε λιγότερο. Συνεπώς, θα πρέπει η απασχόληση και οι αμοιβές να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα. Κατά συνέπεια, το σύστημα κοινωνικής προστασίας οφείλει να υποστηρίζει τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας, θέτοντας σε κίνηση έναν «ενάρετο κύκλο» που επιταχύνει την ανάπτυξη και την ευημερία. Αντιστρόφως, ένα κοινωνικό κράτος που δίνει κίνητρα απόσυρσης από την αγορά εργασίας, ή μεροληπτεί υπέρ κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας σε τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, δεν προσφέρει απλώς κακές υπηρεσίες στην οικονομία: πριονίζει το κλαδί στο οποίο κάθεται.

Το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα (56,3%) είναι σήμερα το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να φτάσουμε στον μέσο όρο της ΕΕ πριν από την πανδημία (68,4%), θα πρέπει τα επόμενα χρόνια να δημιουργηθούν 850.000 θέσεις εργασίας επιπλέον όσων θα χαθούν. Επιπλέον, για να ξεκολλήσει η οικονομία από τη στασιμότητα, θα πρέπει στο εξής οι θέσεις που δημιουργούνται να είναι πιο παραγωγικές –και πιο καλοπληρωμένες– από εκείνες που χάνονται.

Πώς μπορεί να συμβάλλει το κοινωνικό κράτος σε αυτόν τον μεγάλο στόχο;

Με τρεις τρόπους:

  1. Διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις να μεγαλώσουν και να κάνουν προσλήψεις.
  2. Προετοιμάζοντας τους εργαζόμενους και τους ανέργους να ανταποκριθούν στις ευκαιρίες.
  3. Δημιουργώντας θέσεις εργασίας σε δημόσιες υπηρεσίες υψηλότερης απόδοσης.

Ενδεικτικά, οι αναγκαίες παρεμβάσεις στην πλευρά της ζήτησης εργασίας (από τις επιχειρήσεις) θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν τις εξής:

  • Μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για τους μισθωτούς και τους εργοδότες τους. Κατάργηση των εισφορών για ασφάλιση υγείας, με μεταφορά του χρηματοδοτικού βάρους στη γενική φορολογία (όπως σε όλες τις χώρες με ΕΣΥ, και όπως έπρεπε να είχε γίνει από το 1983).
  • Εξίσωση εισφορών μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων (όπως στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Τσεχία, στις ΗΠΑ, και αλλού). Επαναφορά της σύνδεσης των εισφορών των αυτοαπασχολουμένων με το εισόδημά τους (όπως ισχύει σε όλες τις πολιτισμένες χώρες).
  • Εξίσωση του κόστους των διαφορετικών συμβάσεων εργασίας για τον εργοδότη. Η επιλογή μεταξύ συμβάσεων αορίστου χρόνου, ορισμένου χρόνου, και ευκαιριακής απασχόλησης θα πρέπει να προσδιορίζεται από τις παραγωγικές ανάγκες της επιχείρησης, όχι από τις διαφορές στο ρυθμιστικό ή στο ασφαλιστικό καθεστώς της μίας ή της άλλης μορφής απασχόλησης.
  • Εξάλειψη του νοσηρού φαινομένου της μεταμφίεσης των υπαλλήλων μιας εταιρείας σε «εξωτερικούς συνεργάτες» με κατάργηση των διαφορών στο ασφαλιστικό και ρυθμιστικό καθεστώς. Θεσμοθέτηση πρόσθετων κινήτρων π.χ. επί 12 μήνες επιδότηση των εισφορών όσων εργοδοτών προσλαμβάνουν με συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Οι παραπάνω παρεμβάσεις στο εργατικό και ασφαλιστικό δίκαιο υποστηρίζουν την ευρύτερη προσπάθεια για την κατάργηση των αντικινήτρων που εμποδίζουν τις επιτυχημένες επιχειρήσεις να μεγαλώσουν, για τη διασύνδεση των ατομικών επιχειρήσεων σε μεγαλύτερα σύνολα κτλ.

Σε ό,τι αφορά την πλευρά της προσφοράς εργασίας (από τους εργαζομένους), οι αναγκαίες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τις εξής:

  • Ριζική αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων, με ριζικό αναπροσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος και ουσιαστική μεταρρύθμιση της επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης.
  • Αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού των προσφύγων και των μεταναστών που βρίσκονται ήδη στη χώρα, με σκοπό τη διευκόλυνση της ένταξής τους στην απασχόληση και την ενθάρρυνση της υγιούς επιχειρηματικότητας.
  • Αναβάθμιση του ΟΑΕΔ για την εξατομικευμένη καθοδήγηση των ανέργων και για την αντιστοίχισή τους με τις κενές θέσεις εργασίας.
  • Κατάργηση όλων των ρυθμίσεων που επιτρέπουν την πρόωρη συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη, ιδίως όσων ωθούν τις γυναίκες (π.χ. ως μητέρες ανηλίκων) σε άκαιρη απόσυρση από την αγορά εργασίας.
  • Μαζική επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών για την αποδέσμευση των γυναικών από περιττές οικογενειακές ευθύνες. Θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς καλής ποιότητας και προσιτού κόστους για όλα τα παιδιά προνηπιακής ηλικίας. Βοήθεια στο Σπίτι για όλους τους ηλικιωμένους που θέλουν να μένουν στο σπίτι τους και μπορούν να το κάνουν με κάποια μικρή υποστήριξη.

Τέλος, θέσεις εργασίας μπορεί να δημιουργήσει και το ίδιο το κράτος. Ομολογουμένως, στη χώρα μας η παράδοση της δημόσιας διοίκησης (ή της κρατικής επιχειρηματικότητας) δεν είναι ιδιαίτερα λαμπρή –για να το θέσουμε επιεικώς. Υπερβολικά συχνά, η δημόσια απασχόληση αντιμετωπίζεται από τους άμεσα ενδιαφερομένους (και τους πάτρωνές τους) ως αργομισθία, με χαμηλή εργασιακή ηθική και με ελλειμματική αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στους πολίτες –χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, με την αναρρίχηση σε υπεύθυνες (και καλοπληρωμένες) θέσεις ανάξιων ατόμων, το κύρος της δημόσιας απασχόλησης έπεσε και άλλο.

Ωστόσο, η συλλήβδην απαξίωση των δημόσιων λειτουργών, όπως και η επίσης συλλήβδην αποθέωση του ιδιωτικού τομέα, είναι άστοχη. Όλοι γνωρίζουμε προσωπικά άξιους γιατρούς, νοσοκόμους, καθηγητές, στελέχη δημόσιων οργανισμών, απλούς υπαλλήλους, που κάνουν ευσυνείδητα τη δουλειά τους (και, παρεμπιπτόντως, εξασφαλίζουν την στοιχειωδώς ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών τους). Εάν κάτι δείχνει η περίπτωσή τους είναι ότι η έντιμη και αποδοτική λειτουργία του δημόσιου τομέα δεν είναι ακατόρθωτη.

Συνεπώς, η μαζική επέκταση των υπηρεσιών κοινωνικής επένδυσης (π.χ. στην κατάρτιση, στην προσχολική εκπαίδευση, στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, στην ανοιχτή φροντίδα ηλικιωμένων), με την αρχική υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης ή του ΕΣΠΑ, μπορεί να επιταχύνει τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Βέβαια, κάτι τέτοιο θεωρητικά μπορεί να γίνει και από τον ιδιωτικό τομέα. Η εμπλοκή υγιών επιχειρήσεων, μετά από αξιολόγηση, είναι απολύτως θεμιτή. Η επιλογή συχνά εξαρτάται από το πόσο διαφανής είναι η ποιότητα από τη σκοπιά των ίδιων των εξυπηρετούμενων (καταναλωτών των υπηρεσιών). Εάν π.χ. οι γονείς είναι σε θέση να κρίνουν πόσο καλή δουλειά γίνεται στους βρεφονηπιακούς σταθμούς (ή αντιστοίχως, οι καταρτιζόμενοι στα κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης), τότε η επέκταση της πρόσβασης μπορεί να εξασφαλιστεί με voucher και ελεύθερη επιλογή ιδιωτικού ή δημόσιου παρόχου. Εάν η ποιότητα είναι δυσδιάκριτη, ή ο ιδιωτικός τομέας δεν δείχνει ενδιαφέρον, όπως ενδεχομένως ισχύει στην περίπτωση των υπηρεσιών τύπου «Βοήθεια στο Σπίτι», τότε η απευθείας δημόσια παροχή (π.χ. σε τοπικό επίπεδο) μπορεί να αποδειχθεί συμφερότερη λύση.
Επίλογος

Ήδη προτού ξεσπάσει η πανδημία του κορωνοϊού, η ελληνική οικονομία πάσχιζε να ξεκολλήσει από τη στασιμότητα, μετά από μια δεκαετία οδυνηρής υποβάθμισης. Τώρα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για τη χώρα μας. Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας πλήττουν την Ελλάδα περισσότερο από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και επιβραδύνουν και άλλο την ανάκαμψη. Η αξιοποίηση της γενναίας κοινοτικής ενίσχυσης, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και από το ΕΣΠΑ, για την αναβάθμιση της παραγωγικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και την ενδυνάμωση της «ανθεκτικότητας» της ελληνικής κοινωνίας, είναι μια μεγάλη ευκαιρία (πιθανώς η τελευταία) για να συγκλίνει ξανά η χώρα μας με το βιοτικό επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Το κοινωνικό κράτος, παρότι συνέβαλε στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, αποδείχθηκε ακατάλληλο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης της δεκαετίας του 2010. Στη συνέχεια, υπό την πίεση των δανειστών, υπέστη οδυνηρές περικοπές, οι οποίες εν μέρει περιόρισαν τη σπατάλη και εν μέρει υποβάθμισαν το επίπεδο κοινωνικής προστασίας, πλήττοντας τη δυνατότητα πολλών κοινωνικών υπηρεσιών να λειτουργούν στοιχειωδώς. Παρά τα βήματα εξυγίανσης (ιδίως των συντάξεων), και τις αναμφισβήτητες βελτιώσεις του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας, σοβαρά κενά παραμένουν –π.χ. στην περίθαλψη, στη στήριξη των ανέργων, και αλλού.

Επιπλέον, με τη χαλάρωση της διεθνούς επιτήρησης μετά την ολοκλήρωση του τρίτου Μνημονίου, το πολιτικό σύστημα δείχνει να επιστρέφει στις νοοτροπίες και στις πρακτικές που οδήγησαν στη χρεωκοπία του 2010. Η οπισθοδρόμηση, θεαματικότερη στην πολιτική για τις συντάξεις, απειλεί να τινάξει στον αέρα την πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια.

Παρά τον μερικό εξορθολογισμό του συστήματος κοινωνικής προστασίας την τελευταία δεκαετία, το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα παραμένει σε μεγάλο βαθμό τροχοπέδη της ανάπτυξης. Για να μετατραπεί σε επιταχυντή της ανάπτυξης (στήριγμα της μετάβασης προς ένα εξωστρεφές και βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο) θα πρέπει να αλλάξει ριζικά. Η στροφή προσανατολισμού που προτείνεται εδώ κινείται προς την κατεύθυνση του «κράτους κοινωνικής επένδυσης». Ένα τέτοιο κοινωνικό κράτος προστατεύει αποτελεσματικά τους πολίτες από τις ατυχίες της ζωής, διευκολύνει τα νέα ζευγάρια (και ειδικά τις γυναίκες) να συνδυάζουν καριέρα και οικογένεια, και επενδύει στο ανθρώπινο κεφάλαιο με στόχο την αναβάθμιση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.

Ο αναπροσανατολισμός της κοινωνικής πολιτικής προς ένα «κράτος κοινωνικής επένδυσης», όπως περιγράφεται παραπάνω, είναι τεχνικά και δημοσιονομικά εφικτός. Τα εμπόδια είναι πολιτικά. Για να επιχειρηθεί επιτυχώς θα πρέπει να υποστηριχθεί πειστικά από ζωντανές δυνάμεις στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, στα εργατικά συνδικάτα και στις εργοδοτικές οργανώσεις, στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα, στα μέσα ενημέρωσης.

Το διακύβευμα είναι μεγάλο: ανόρθωση της χώρας ή συνεχιζόμενη περιθωριοποίηση.

Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

Η έρευνα για την κλιματική αλλαγή και τις πολιτικές για το περιβάλλον στο Delphi Economic Forum(βίντεο)

Στο Delphi Economic Forum, στις 11 Απριλίου, συζητήσαμε τα αποτελέσματα της έρευνας της pr…