panagos vasilis

Του Βασίλη Πανάγου

Κάθε φορά που μιλάμε για την ιστορία ενός μνημείου αναφερόμαστε στη γνώση που έχουμε γι’ αυτό, από το παρελθόν. Αυτή η γνώση εμπλουτίζεται από τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των στοιχείων που διαθέτουμε, αλλά και από το είδος των πηγών και τη μεθοδολογία που εφαρμόστηκε. Η ερμηνεία του παρελθόντος πρέπει να γίνεται με βάση τη μελέτη και την έρευνα των πηγών. Από αυτές μπορούμε να αντλήσουμε ιστορικές πληροφορίες και να δώσουμε απαντήσεις στα ερωτήματά μας.

Η ιστορία, λοιπόν, βασίζεται στα γραπτά τεκμήρια (κείμενα, αρχεία, μαρτυρίες, κλπ). Επίσης, ο χρόνος που γράφεται μια πηγή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός. Όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα ή μνημεία, πρέπει να δίνεται έμφαση στις πρωτογενείς πηγές εκείνης της χρονικής περιόδου.

Έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία το πότε γράφεται ένα κείμενο.  Στην επιστήμη της ιστορίας, οι πρωτογενείς πηγές χαρακτηρίζονται πιο αξιόπιστες από τις δευτερεύουσες ή μεταγενέστερες. Η ηλικία, λοιπόν, των γραπτών τεκμηρίων αποτελεί  καθοριστικό παράγοντα στην ερμηνεία των γεγονότων.

Το πέτρινο γεφύρι της Πύλης, γνωστό και ως «Καμάρα» της Πόρτας, χαρακτηρίζεται ως ένα από τα εμβληματικότερα μεταβυζαντινά μνημεία του θεσσαλικού χώρου. Ένα αξιοθέατο ανείπωτης ομορφιάς, που κουβαλάει την τέχνη των λαϊκών μαστόρων και φέρει τη σφραγίδα του Αγίου Βησσαρίωνα. Το επιβλητικό και περίτεχνο αυτό γεφύρι αντικρίζουν οι διερχόμενοι ταξιδιώτες, να ξεχωρίζει ανάμεσα από τα σκιερά πλατάνια της ποταμιάς και τους γιγάντιους βράχους των βουνών που υψώνονται κατακόρυφα.

Εδώ, μια στάση στην άκρη του δρόμου είναι απαραίτητη, για λίγες ανάσες δροσιάς, πριν ξεκινήσουν οι απότομες ανηφόρες του φιδωτού δρόμου για τα ορεινά γραφικά χωριά. Το ειδυλλιακό σκηνικό του φαραγγιού ασκεί στα έκθαμβα μάτια των επισκεπτών εκτυφλωτική σαγήνη. Στο στενότερο σημείο της χαράδρας, το πολυθρύλητο γεφύρι στέκεται  περήφανο και σε προσκαλεί να το διαβείς. Να σκαρφαλώσεις τη ράχη του για να απολαύσεις τη θεϊκή ομορφιά της φύσης και την απεραντοσύνη των βουνών.

Να νιώσεις το απαλό χάδι του αγέρα, με τις μεθυστικές ευωδιές του δάσους. Να ακούσεις το παραπονιάρικο τραγούδι του βουερού Πορταϊκού, με τον μονότονο ρυθμό του. Αποχωρίζεσαι αυτό το μέρος ευλαβικά σαν τον προσκυνητή, ανάλαφρος και απαλλαγμένος  από τις καθημερινές έγνοιες.

Φεύγεις, με την υπόσχεση πως θα επιστρέψεις ξανά. Όχι γιατί το γεφύρι είναι το πέρασμα σου, αλλά να νιώσεις την ίδια αίσθηση του δέους και του θαυμασμού για ένα δημιούργημα της ανθρώπινης σοφίας. Να εκφράσεις τον βαθύ σεβασμό σου στα χέρια που σμίλεψαν και έκτισαν την πέτρα, με το σφυρί, το καλέμι και το μυστρί, της πίστης, της υπομονής και της ελπίδας.

Το πέρασμα της Πόρτας ήταν γνωστό από την αρχαιότητα.  Αποτελούσε τμήμα της κυρίας οδού μετακίνησης από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και αντιστρόφως, μέσω της Αθαμανίας1. Τη δίοδο των Μεγάλων Πυλών επέλεγαν –συχνά- οι λεγεώνες των Ρωμαίων για να εισβάλουν στη Θεσσαλία2.

Ο λατίνος ιστορικός Τίτο Λίβιο αποκαλεί τα στενά της Πόρτας «faucesque angustas» (στενό λαιμό) που χωρίζει τη Θεσσαλία από την Αθαμανία3. Τα τοπωνύμια «Μεγάλες Πύλες» και «Μεγάλη Πόρτα» δηλώνουν την επιβλητική εμφάνιση των αντικριστών βουνών  Κόζιακα και Ίταμο, τα οποία σχηματίζουν μια φυσική είσοδο. Γράφει ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Διατί τά ἐκείσε βουνά πλησιάζοντα ἓνα εἰς τό ἂλλο, καί στενεύοντα τόν τόπον, σχηματίζουσι ἀπό μακρόθεν ὡσάν μίαν μεγάλην πόρταν4.». Ωστόσο, κάθε φορά που οι οδοιπόροι αντίκριζαν τη μεγαλόπρεπη χαράδρα της Πόρτας, τη σκέψη τους απασχολούσε η αρχή ενός μακρινού και επώδυνου ταξιδιού, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και απότομες ρεματιές.

Ο Άγιος Βησσαρίωνας (1490-1540)

Ο Άγιος Βησσαρίωνας (1490-1540)

Κατά πρώτο λόγο, κρίνεται αναγκαίο να γίνει μια αναφορά στον βίο του αγίου Βησσαρίωνα, κτήτορα του γεφυριού της Πύλης5. Έτσι, θα εμβαθύνουμε τη γνώση γύρω από τη ζωή του, την εξέλιξη του στην ιεραρχία της εκκλησίας και την κοινωνική του δράση. Επιπλέον, αυτή η απόπειρα θα συμβάλει στον προβληματισμό και την κατανόηση του θέματος, αναφορικά με τη χρονολόγηση της τοξωτής γέφυρας στον Πορταϊκό ποταμό.

Το 1552, δώδεκα χρόνια μετά την κοίμηση του αγίου Βησσαρίωνα, επισκέφθηκε τη Μονή  Δουσίκου ο σπουδαίος λόγιος και υμνογράφος του 16ου αιώνα Παχώμιος Ρουσάνος. Ο Παχώμιος, που παρέμεινε στο μοναστήρι για κάποιο χρονικό διάστημα, συνέταξε το εγκώμιο του Αγίου Βησσαρίωνα και ένα σύντομο συναξάρι με τη βιογραφία του, μετά από παραγγελία των μοναχών6.

Γράφει για τον βίο του αγίου τα εξής, τα οποία παραθέτω αποσπασματικά: «Οὗτος ὀ ἐν Ἁγίοις Πατὴρ ἡμῶν Βησσαρίων, ἐκ κώμης ἦν τῶν περὶ τὰ τέρματα Μακεδονίας, μᾶλλον δὲ Θεσσαλίας Μεγάλων Πυλῶν, ἐξ ὀρθοδόξων γονέων καὶ ἱερῶν γεννηθείς τε καὶ ἀνατραφείς. […] καί ἢδη που δεκάτης γενόμενος, ἐν ἒρωτι γενόμενος τοῦ μοναχικοῦ βίου καί σχήματος, τῶ ὂντι μοναχικοτάτω Μάρκω Λαρίσσης  φοιτᾶ καί συχνόν χρόνον μετ’ αὐτοῦ διαμείνας καί κανονικῶς τούς ἱερατικούς βαθμούς διαμείψας, ἐπίσκοπος παρ’ αὐτοῦ Δομενίκου καί Ελασσώνος προχειρίζεται. Ἀλλ’ ὁ τῆς πόλεως δῆμος ἒκ τινος ἒριδος, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν οἰήσεως καί ἀπαιδευσίας, τοῦτον οὐ προσδέχεται. [….]

Οὓτως οὖν καρτερήσας ἐνιαυτούς τέσσαρας, τῆς τῶν Σταγῶν ἐπισκοπῆς  ποιμένος χηρευούσης, ἐξαιτεῖται  παρά τοῦ λαοῦ εἰς τό ἐξάρχην αυτῶν ἐπιτροπικῶς. [….] Τοῦ  δε ἱερωτάτου Μάρκου τόν βίον ἀπολιπόντος, [….] διάδοχος τοῦ Λαρισσαίων θρόνου παρά τοῦ  Πατριάρχου ἱερεμίου καθίσταται. [….] καί οὒτω καλῶς καί θεοφιλῶς τά κατ’ αὐτόν διαθέμενος, καί οἰκονομήσας, καί πεντηκοντούτης εγγύς που γενόμενος πρός Κύριον ἐξεδήμησεν»7.

 

Το τοξωτό γεφύρι της Πύλης, γνωστό και ως «Καμάρα» της Πόρτας (1530)
Το τοξωτό γεφύρι της Πύλης, γνωστό και ως «Καμάρα» της Πόρτας (1530)

Όπως, λοιπόν, πληροφορούμαστε από το συναξάρι και από αρκετές ιστορικές πηγές8, ο άγιος Βησσαρίωνας γεννήθηκε στη Μεγάλη Πόρτα, την άλλοτε βυζαντινή κώμη των Μεγάλων Πυλών (σημερινό μικρό οικισμό Πόρτα Παναγιά). Τόπο κτισμένο στα ριζά του Κόζιακα και στην είσοδο ενός πολυσύχναστου οδικού περάσματος, γεγονός που συνέβαλε στη δημογραφική και οικονομική του ανθηρότητα9.

Ο Βησσαρίωνας έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο χωριό της Μεγάλης Πόρτας. Ανατράφηκε από γονείς ευσεβείς και με βαθιά πίστη στον Θεό.  Σε ηλικία δέκα μόλις ετών, θα εγκαταλείψει το σπίτι του και θα πάει στα Τρίκαλα, έδρα τότε της μητρόπολης Λαρίσης10, για να γίνει υποτακτικός (καλογεροπαίδι) στον μητροπολίτη Μάρκο και στη συνέχεια μοναχός. Αργότερα, ο Μάρκος θα χειροτονήσει τον Βησσαρίωνα διάκονο και πρεσβύτερο11. Τα χαρίσματα του νεαρού Βησσαρίωνα, σύντομα γίνονται γνωστά στον κύκλο της εκκλησίας.

Ο μητροπολίτης Μάρκος αναγνωρίζει τα προσόντα του και το  1517 τον χειροτονεί επίσκοπο Δομενίκου και Ελασσόνας, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Όμως, η εκλογή του  δεν γίνεται δεκτή από τον λαό και τον κλήρο της περιοχής, λόγω του νεαρού της ηλικίας, αλλά και με την πρόφαση ότι η επισκοπή Ελασσόνας ήταν ανέκαθεν αυτόνομη αρχιεπισκοπή12. Έτσι, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Τρίκαλα, κοντά στον μητροπολίτη Μάρκο. Το 1521, ο Βησσαρίωνας αναλαμβάνει καθήκοντα έξαρχου στην επισκοπή Σταγών.

Το 1527 εκλέγεται μητροπολίτης Λάρισας στη θέση του αποθανόντος Μάρκου. Για να γίνει αποδεκτό το αίτημα της εκλογής του, οι επίσκοποι της μητρόπολης απευθύνουν επιστολές προς τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Α΄ (1526-1546). Ο πατριάρχης, ανταποκρινόμενος στις παρεκκλίσεις τους, ενέκρινε τον Βησσαρίωνα στη θέση του μητροπολίτη Λάρισας, με συνοδική εκλογή. Η εκλογή του κοινοποιήθηκε στις 12  Μαρτίου 1527 στη γραμματεία του σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ του μεγαλοπρεπή. Μετά από μερικές ημέρες (1η Απριλίου 1527) εκδόθηκε σουλτανικό βεράτιο13 επικύρωσης της εκλογής.

Την επόμενη χρονιά (1528), ο Βησσαρίων επισκέφθηκε το πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη για να επιλύσει τις διαφορές που προέκυψαν με την επισκοπή Δομενίκου και Ελασσόνας. Εκεί, έλαβε και συστατικές επιστολές προκειμένου να μεταβεί στη Μολδοβλαχία. Πράγματι, το 1529 ταξίδευσε στη Μολδοβλαχία όπου συναντήθηκε με εύπορους συμπατριώτες του. Επίσης, γνωρίστηκε με τον πλούσιο ηγεμόνα Περκαλάμπου, κτήτορα της μονής Νουτζέτου, και τη σύζυγό του. Ο Βησσαρίωνας με τον ταπεινό του χαρακτήρα, τη βαθιά πίστη και τη σοφία που τον διέκρινε,  κέρδισε αμέσως τον θαυμασμό, την αγάπη και την εμπιστοσύνη των αρχόντων.

Το πέρασμα του από τη Μολδοβλαχία ήταν ιδιαίτερα καθοριστικό, για να υλοποιήσει μετέπειτα  το πολύπλευρο φιλανθρωπικό και κοινωνικό του έργο. Πολλά μετόχια αφιερώθηκαν αργότερα στη Μονή Δουσίκου, τα οποία και κατοχυρώθηκαν με ηγεμονικά χρυσόβουλα14. Επίσης, χορηγήθηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά για την αποπεράτωση των πολυδάπανων εργασιών που επωμίστηκε ο Άγιος Βησσαρίωνας με την προσωπική του φροντίδα.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1540 (ημέρα Δευτέρα),  εξαντλημένος από το τεράστιο έργο του, ο Βησσαρίων παραδίδει το πνεύμα του στον Θεό, στην ηλικία των 50 ετών. Αμέσως μετά τον θάνατό του, συγκαταλέχθηκε στη χορεία των αγίων της εκκλησίας και η μνήμη του τιμάται στις 15 Σεπτεμβρίου15.

Η μονή του Αγίου Βησσαρίωνος (Δουσίκου) ή Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών (1527-1534)
Η μονή του Αγίου Βησσαρίωνος (Δουσίκου) ή Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών (1527-1534)

Ο Βησσαρίων, έζησε τα δέκα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας,  σ’ ένα χωριό γνωστό για τον βυζαντινό του ναό που δέσποζε κοντά στην όχθη του Πορταϊκού. Γνώριζε,  λοιπόν, το τι σήμαινε πλημμυρισμένο  ποτάμι, που παρέσερνε στο πέρασμά του ανθρώπινες ζωές και περιουσίες. Έβλεπε την αγωνιώδη προσπάθεια των κατοίκων του χωριού για να τιθασεύσουν τα νερά του ποταμού και να περάσουν αντίκρυ, εκεί  που υπήρχαν οι στάνες και τα βοσκοτόπια τους. Κι όταν τα ορμητικά νερά του Πορταϊκού κατέστρεφαν τα ξυλογεφύρια, αντίκριζε στα πρόσωπα των συγχωριανών του τη θλίψη και την απελπισία. Αυτές οι παιδικές μνήμες φαίνεται πως σημάδεψαν τη ζωή του.

Έτσι, όταν αργότερα έγινε μητροπολίτης Λάρισας, η πρώτη του φροντίδα ήταν να ανακουφίσει τους συνανθρώπους του από τη δυστυχία. Άνοιξε δρόμους και έκτισε γεφύρια για την ασφαλέστερη μετακίνηση των ανθρώπων, των κοπαδιών και των  αγαθών. Αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα που είχαν αυτά τα συγκοινωνιακά έργα για τη βελτίωση της ζωής των υπόδουλων συμπατριωτών του και την ανάπτυξη της οικονομίας του χώρου16.

Μάλιστα, κατάφερε να γεφυρώσει τους μεγάλους ποταμούς Αχελώο και Πηνειό, με τα μεγαλειώδη γεφύρια του «Κοράκου» και της «Σαρακίνας». Γράφει ο Παχώμιος στο συναξάρι του αγίου: «Καὶ μαρτυρεῖ εἰσέτι τὸ τούτου ἀξιόλογον ἔργον ἐν Λευκοποτάμῳ17, ὅστις ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων Λευκοπόταμος, ἐκ Πίνδου εἰς Αἰτωλίαν κατερχόμενος, ὀνομάζεται, ὑπὸ δὲ τῶν ποιητῶν, ἀργυροδίνης Ἀχελῶος18». Όπως αναφέρεται στα κείμενα, κανένας άλλος σε αυτόν τον τόπο (Αχελώο) δεν επιχείρησε πριν από τον Βησσαρίωνα να κατασκευάσει ένα τόσο μεγαλειώδες έργο, «διά τό ῥαγδαῖον ἐν τοῖς ὂμβροις τοῦ ῥεύματος καί τόν συρφετόν»19.

Παράλληλα με την κατασκευή των γεφυριών, ο  Βησσαρίωνας θεμελιώνει εκκλησίες και μοναστήρια. Προσλαμβάνει ιερείς και εργάτες. Απελευθερώνει από τα δεσμά της τυραννίας  σκλαβωμένους χριστιανούς. Γίνεται ο υπερασπιστής των κατατρεγμένων και των αδικημένων, ο προστάτης των φτωχών και των ορφανών. Ο φωτισμένος ιεράρχης, εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα όπου ήταν η έδρα της μητρόπολης Λάρισας. Το σπίτι του, όμως, θα  γίνει η  μονή Δουσίκου, «κυρίως ἐκεί ἐγκαταβιώνει στή μονή τῆς μετάνοίας του, τό Δούσικο, πού γίνεται κέντρο καί ὁρμητήριο εὐποιΐας καί κοινωνικῆς ἀντίληψης καί πρόνοιας»20.

Βρήκε το ιστορικό μοναστήρι κατεστραμμένο, ένεκα των χαλεπών καιρών, και θα ξεκινήσει την ανοικοδόμηση μαζί με το γεφύρι στο χωριό του, τη Μεγάλη Πόρτα. Γράφει ο Παχώμιος Ρουσάνος στο εγκώμιο που συνέταξε για τον άγιο: «τήν ὁρωμένην περικαλλῆ Μονῆν τοῦ Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πλησίον τῆς αὐτοῦ κώμης21 ἐν τῶ ὂρει22. [….] Καί τῆς μέν προς Θεόν ἀγάπης δεῖγμα μετά θάνατον τῶ βίω κατέλιπες τήν περίφημον ταύτην Μονήν, ἣν εἰς δόξαν Χριστοῦ ὠκοδόμησας. τῆς δέ πρός τόν πλησίον, τήν θαυμαστήν σου γέφυραν, δι’ ἧς πνιγμονῆς τούς αδελφούς διασώζεις23». Ο Βησσαρίων θα κατασκευάσει αρκετά ακόμη έργα οδοποιίας και γεφύρια, όπως αυτό της Παλιοκαρυάς.

Γράφει ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος: «Αὐτός εἶναι ὁ ζεύξας πολλάς γεφύρας, ὧν μεγίστη καί σπουδαιοτάτη ἡ ἐν Ἠπείρω ἐπί τοῦ Ἀχελώου24». Επίσης, ο Φιλιππίδης σημειώνει: «Οὐ μόνον τό γεφύριον αὐτό (του Κοράκου στον Αχελώο), ἀλλά καί ἂλλα πολλά γεφύρια, καί δρόμους ὠκοδόμησε καί κατασκεύασεν ὁ Ἃγιος εἰς ὃλην τήν Θετταλίαν, καί ἂλλα μέν ἀπό αὐτά ἀνακαίνισε μόνον καί ἐστερέωσεν, ἂλλα δέ, ἐκ θεμελίων ἒκτισε»25.

Το 1682,  επισκέφθηκε τη Μονή Δουσίκου ο  λόγιος και διδάσκαλος του γένους  Αναστάσιος Γόρδιος, ο οποίος  αναφέρει τα εξής: «Καί εἰς ὃλην την Θεσσαλίαν ὁ Ἃγιος Βησσαρίων καί στράταις πολλαῖς καί γεφύρια ἐστερέωσε μόνον καί ἂλλα τά ἒκτισε καί ἀπό θεμελίων καί δεν ἐλυπᾶτον παντάπασιν ἒξοδα26». Δικαίως, λοιπόν, ο άγιος Βησσαρίων αποκαλείται άγιος των γεφυριών. Έργα κατασκευασμένα σε μια περίοδο σκοτεινή για το υπόδουλο έθνος, όπως αυτή των χρόνων της τουρκοκρατίας.

Πριν καταλήξουμε σε κρίσιμα συμπεράσματα, σχετικά με το επίμαχο  ζήτημα χρονολόγησης της τοξωτής  γέφυρας Πύλης, καλό θα ήταν να θέσουμε τους εξής προβληματισμούς. Όπως γνωρίζουμε από τα γραπτά τεκμήρια, η χρονολογία θανάτου του αγίου Βησσαρίωνα είναι η 13η Σεπτεμβρίου 1540, ημέρα Δευτέρα, και είναι δεδομένη και αναμφισβήτητη27. Από το συναξάρι του Παχωμίου Ρουσάνου έχουμε την έγκυρη πληροφορία ότι ο άγιος απεβίωσε σε ηλικία 50 ετών (πεντηκοντούτης εγγύς που γενόμενος πρός Κύριον ἐξεδήμησεν). Από αυτά τα στοιχεία καταλήγουμε στη σωστή  χρονολογία γέννησης του αγίου που είναι το έτος 149028.

 Το γεφύρι του «Κοράκου» στον Αχελώο ποταμό (1529-1531), πριν την ανατίναξή του στις 28 Μαρτίου 1949.
Το γεφύρι του «Κοράκου» στον Αχελώο ποταμό (1529-1531), πριν την ανατίναξή του στις 28 Μαρτίου 1949.

Στις μέρες μας, επικρατεί η λανθασμένη άποψη ότι το πέτρινο γεφύρι της Πύλης κατασκευάστηκε το 1514. Όπως διαπιστώνεται από την έρευνα και τη μελέτη των έγκριτων πηγών,  εκείνη τη χρονιά ο άγιος Βησσαρίων ήταν μόλις 24 χρονών. Από τη βιογραφία του γνωρίζουμε ότι ήταν μοναχός και κατείχε στην ιεραρχία της εκκλησίας το αξίωμα του διακόνου ή του πρεσβυτέρου. Στο σημείο αυτό, εύλογα προκύπτουν τα εξής καίρια ερωτήματα.

Ένας μοναχός και κατώτερος στην ιεραρχία της εκκλησίας κληρικός, θα μπορούσε να αποκτά ή να διαχειρίζεται υπέρογκα χρηματικά ποσά, από χορηγίες, ζητείες, και άλλων ειδών δοσίματα, χωρίς τη συγκατάθεση της  μητρόπολης ή του πατριαρχείου; Θα μπορούσε να προβαίνει σε ενέργειες ανοικοδόμησης νέων κτηρίων ή σε επισκευές, χωρίς τη μεσολάβηση της εκκλησιαστικής αρχής για τη χορήγηση ειδικής άδειας, σύμφωνα με το προβλεπόμενο θεσμικό πλαίσιο της οθωμανικής διοίκησης;

Κι ακόμη  περισσότερο, το αξίωμα του μοναχού ή του ιερέα θα του επέτρεπε να διαθέτει οικονομικές δυνατότητες για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή τόσο μεγάλων και πολυδάπανων για την εποχή εκείνη έργων; Η απάντηση είναι ότι μόνο ως μητροπολίτης ο Βησσαρίων θα μπορούσε να επιτελέσει το αξιοθαύμαστο κοινωφελές έργο του. Και λογικά, αυτό συνέβη μετά το 152729, όταν ανέλαβε καθήκοντα μητροπολίτη.

 

Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα στη γέφυρα της Πύλης με τη λανθασμένη χρονολογία στην επιγραφή.
Η εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα στη γέφυρα της Πύλης με τη λανθασμένη χρονολογία στην επιγραφή.

Ακόμη, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι, το πέτρινο γεφύρι της Πύλης υπήρξε τόπος επίσκεψης για δεκάδες περιηγητές, λόγιους, αρχαιολόγους,  ιστορικούς και συγγραφείς. Ωστόσο, καμία αναφορά δεν γίνεται από αυτούς για τη χρονολόγηση της γέφυρας. Στην περίπτωση που θα υπήρχε κάποια κτητορική επιγραφή, δεν θα περνούσε απαρατήρητη από την παρουσία τόσων διακεκριμένων ερευνητών που την επισκέφθηκαν, και λογικά θα μνημονευόταν.

Κατά παράδοξο τρόπο, η δημοσιοποίηση της πληροφορίας ότι το γεφύρι κτίστηκε το 1514 γίνεται στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Αιτία γι’ αυτό, στάθηκε η εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα που τοποθετήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και φέρει την επιγραφή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΑΝΗΓΕΙΡΕ ΤΟ ΕΤΟΣ 151430».  Στο κάτω δεξί μέρος της πλάκας είναι χαραγμένα μερικά γράμματα, που λόγω της φθοράς έχουν γίνει σχεδόν δυσανάγνωστα. Προφανώς, είναι τα αρχικά γράμματα κάποιου φορέα, που φρόντισε καλοπροαίρετα να τοποθετήσει τη μαρμάρινη πλάκα σε εμφανές σημείο της γέφυρας,  με σκοπό την ενημέρωση του κοινού.

Η επιγραφή, με την παραπλανητική πληροφόρηση, συνεχίζει να προβάλλεται ακόμη και σήμερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε αρκετά γραπτά κείμενα και μελέτες, κατά τρόπο εμμονικό. Παρ’ όλα αυτά, είναι εξαιρετικά σημαντική η αναφορά της μονής  Δουσίκου η οποία χρονολογεί την κατασκευή της γέφυρας το έτος 153031.  Και αυτή η χρονολογία δεν καταγράφεται στην τύχη,  αλλά προέκυψε από τη μελέτη των χειρόγραφων κειμένων που φυλάσσονται στα αρχεία της μονής.

Όταν ο Βησσαρίωνας ανέλαβε μητροπολίτης, έπρεπε να αντιμετωπίσει το σοβαρό θέμα που προέκυψε με την Επισκοπή Δομενίκου και Ελασσόνας, σχετικά για την υπόθεση του Τυρνάβου. Το γεγονός αυτό τον κούρασε πολύ. Κυρίως, τον απογοήτευσε και τον πίκρανε32. Άλλωστε, για τον λόγο αυτό αναγκάστηκε το 1528 να μεταβεί προσωπικά στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να δοθεί λύση  στο σοβαρό πρόβλημα που απασχολούσε τη μητρόπολη του. Τελικά, τον Ιούλιο του 1528, ο αγώνας του δικαιώθηκε με την έκδοση πατριαρχικής απόφασης, που όριζε την  επαναφορά του Τυρνάβου στη μητρόπολη Λαρίσας33.

Τον αμέσως επόμενο χρόνο (1529), ο  Βησσαρίωνας θα ταξιδέψει στη Μολδοβλαχία. Σκοπός του ταξιδιού του ήταν η οικονομική ενίσχυση για να ξανακτίσει το μοναστήρι του Δουσίκου και να υλοποιήσει το κοινωφελές έργο του. Την ίδια χρονιά, μετά την επιστροφή του στα Τρίκαλα, θα επιταχυνθούν και οι εργασίες ανοικοδόμησης της μονής Δουσίκου και των υπολοίπων κατασκευαστικών έργων, όπως τα γεφύρια της Πόρτας και του «Κοράκου» στον Αχελώο ποταμό. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, ο άγιος  Βησσαρίωνα τα δύο πρώτα χρόνια ως μητροπολίτης ασχολήθηκε -κυρίως- με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η μητρόπολη του.

Επίσης, έκανε δύο μεγάλα ταξίδια, στην Κωνσταντινούπολη και στις Παραδουνάβιες χώρες, όπου παρέμεινε για αρκετό χρόνο, ώσπου να ενισχυθεί οικονομικά από δωρεές για την κατασκευή των έργων.  Στο σημείο αυτό, θα επικαλεστώ μια παμπάλαια προφορική παράδοση.  Σύμφωνα με αυτή, ο  άγιος Βησσαρίωνας μετά την αποπεράτωση του γεφυριού της Πόρτας, πέταξε από εκεί το σφυρί του πρωτομάστορα στον Κόζιακα, και στο σημείο που αυτό βρέθηκε, κτίστηκε το μοναστήρι. Ο θρύλος παρά την υπερβολή και τις ιστορικές ανακρίβειες, δείχνει το πόσο συνδεδεμένα ήταν αυτά τα δύο έργα στη συνείδηση του λαού.

Η καμάρα της Πόρτας ήταν οδικό έργο σημαντικό για την εποχή της, αλλά κατασκευαστικά μικρότερο και με λιγότερες οικονομικές απαιτήσεις σε σύγκριση με τις τεράστιες εγκαταστάσεις της μονής Δουσίκου, οι εργασίες της οποίας -όπως αναφέρει ο ίδιος ο άγιος, όταν έγραφε τη διαθήκη του-  ολοκληρώθηκαν  το 153434.

Από τα παραπάνω, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η τοξωτή γέφυρα της Πύλης  αποπερατώθηκε νωρίτερα,  και πολύ σωστά αναφέρεται από τη Μονή Δουσίκου ως η  πλέον ενδεδειγμένη χρονολογία το  έτος 1530.  Άποψη, η οποία  με βρίσκει και προσωπικά απόλυτα σύμφωνο.

Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι τα επιχειρήματα αυτά θα δώσουν την ευκαιρία για προβληματισμό, και θα αποτελέσουν την αφετηρία για τη διόρθωση της χρονολογίας του μνημείου. Η αποκατάσταση της αλήθειας είναι στάση ευθύνης, αλλά και σεβασμού στον συντοπίτη μας άγιο Βησσαρίωνα. Είθε το 2030 να γιορταστεί η επέτειος των 500 χρόνων της τοξωτής γέφυρας Πύλης, και με την ευχή η ανθρωπότητα να είναι απαλλαγμένη από τη μάστιγα του  covid-19.

* Το παρόν άρθρο περιλαμβάνει στοιχεία της μελέτης που θα δημοσιευτεί σε ιστορικό περιοδικό σύγγραμμα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. 1. Γ. Πίκουλας, Οδικό δίκτυο και άμυνα: Η δίοδος της Παλαιοκαρυάς, Τρικαλινά Τ. 23ος, 2003, σσ. 77-89. Γ. Πίκουλας, Από την Πύλη στα Στουρναραίκα και την Ελάτη, Τρικαλινά, Τ. 26ος, 2006, σσ. 201-218. Β. Πανάγος, Πύλη Τρικάλων, Ο Τόπος, η Ιστορία, Οι Άνθρωποι, 2016, σσ. 213-215.
  2. 2. Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, 1890, σ. 308, (επανέκδοση 1995, σ . 201). Αν. Ορλάνδος, Η Πόρτα Παναγιά της Θεσσαλίας, 1936, σ. 5. Α. Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204, 1974, σ. 97. Γ. Ζιάκας, Η πορεία του Γ. Ι. Καίσαρατο 48 π.Χ. στη δυτική Θεσσαλία, 1996, σ.19. Fr. Mottas, j. C. Decourt, Δρόμοι και Ρωμαϊκοί οδοδείκτες στη Θεσσαλία, Θ.Η. τ.39, 2001, σσ. 116-118. Β. Δούσμανης, Η ιστορία της Θεσσαλίας, 1925, σ.149. Β. Πανάγος, ό.π., σσ. 213-215.
  3. 3. Τ. Λίβιο, 32.14.
  4. Ι. Μ. Δουσίκου, Ο Άγιος Βησσαρίων, 2014, σ. 208.
  5. Τα στοιχεία για τον βίο του αγίου Βησσαρίωνα προέρχονται από την αναδίφηση των αρχαιότερων κειμένων της εκκλησίας και από έγκριτες ιστορικές πηγές.
  6. 6. Στη Μονή Δουσίκου φυλάσσεται ο αυτόγραφος κώδικας 51 με την ακολουθία του Αγίου Βησσαρίωνα την οποία συνέταξε ο Παχώμιος Ρουσάνου το έτος 1552. Δ. Σοφιανός, Φ. Δημητρακόπουλος, Τα χειρόγραφα της Μονής Δουσίκου Αγίου Βησσαρίωνος, 2004, σσ. 95-97.
  7. 7. Ι. Μ. Δουσίκου, Ο Άγιος Βησσαρίων, 2014, σσ.122-123.
  8. 8. Π. Φιλιππίδης, Ακολουθία, εορτασμός Βησσαρίωνος αρχιεπισκόπου Λαρίσσης, εν Βενετία, 1846, σσ. 25-56. Σπ. Λάμπρος, Άγιος Βησσαρίων ο Λαρίσης και Παχώμιος ο Ρουσάνος, Νέος Ελληνομνήμων, τ. Ε΄, 1908, σσ. 290-295. Δ. Σοφιανός, Χατζη-Γερασίμου ιερομονάχου Δουσικιώτη, ανέκδοτο εγκώμιο (1826) του Αγίου Βησσαρίωνος, μητροπολίτη Λαρίσης (Μαρτ. 1527 – Σεπτ. 1540) και κτίτορα της μονής Δουσίκου, Τρικαλινά, τ. 7, 1987, σσ. 13-33.
  9. Σημαντικές πληροφορίες αντλούμε από τα κατάστιχα των οθωμανικών απογραφών του 15ου και 16ου αιώνα. Βλέπε σχετικά: Delilbaşi Melek – Arikan Müzaffer, Hicri 859 Tarihli süretI DefterI SancakI Tirhala t.III» Άγκυρα, 2001. Γ. Στουρνάρας, Φοροδιοικητικές ενότητες και παραγωγικοί

μηχανισμοί στη Δυτική Θεσσαλία κατά την οθωμανική περίοδο. Η περίπτωση των τιμαρίων στην περιοχή του όρους Κόζιακα, Τρικαλινά τ. 32, 2012, σ.113-114. Β. Πανάγος, Πύλη – Τρικάλων, Ο τόπος – Η Ιστορία – Οι Άνθρωποι, 2016, σσ. 131-132.

  1. 10. Η έδρα της μητροπόλεως μεταφέρθηκε στα Τρίκαλα από τα μέσα του 14ου αιώνα, λόγω των διώξεων του χριστιανικού πληθυσμού και  επειδή η Λάρισα κατοικούνταν ως επί το πλείστον από Οθωμανούς. Η έδρα της μητρόπολης Λάρισας  παρέμεινε στα Τρίκαλα μέχρι το 1739. Βλέπε σχετικά: Δ. Σοφιανός, ό.π., Τρικαλινά τ. 14, σ. 42. Εκείνη την εποχή, η μητρόπολη Λαρίσης ήταν από τις μεγαλύτερες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και κατελάμβανε ολόκληρη τη Θεσσαλία και τμήματα των νομών Φθιώτιδας, Φωκίδας, Ευρυτανίας και Άρτας.
  2. Ι. Μ. Δουσίκου, Ο Άγιος Βησσαρίων, 2014, σ. 33. Δ. Σοφιανός, ό.π., Τρικαλινά τ. 7, σ. 14.
  3. Οι σχέσεις ανάμεσα στην επισκοπή Δομενίκου και Ελασσόνας με τον μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκο ήταν ήδη τεταμένες από το πρώτο τρίτο του 16ου αι. Η διένεξη αφορούσε την κατοχή της περιοχής Παλαιοχωρίου (σημ. Τύρναβος), από την επισκοπή Δομενίκου και Ελασσόνας. Για τον λόγο αυτό ο Άγιος Βησσαρίων που ήταν πνευματικό παιδί του Μάρκου είχε εχθρική αντιμετώπιση.
  4. Επίσημο δημόσιο έγγραφο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (βασιλικό διάταγμα), με το οποίο αναγνωριζόταν ή επικυρωνόταν υψηλόβαθμη διοικητική θέση καθώς και τα προνόμια που αποδίδονταν για τη συγκεκριμένη θέση.

14.Τα μετόχια αναφέρονται στον κώδικα 59 της Μονής Δουσίκου του έτους 1858 και καταγράφηκαν από τον Χατζή Γεράσιμο. Επίσης: Μ. Σόφη, Η κτηματική περιουσία της μονής Αγίου Βησσαρίωνος –Δουσίκου στις Ρουμανικές χώρες: τρόποι διαχείρισης και οικονομικής εκμετάλλευσης (α μισό 19ου αι.), Τρικαλινά τ. 25, 2005, σσ. 317-333.

  1. 15. Δ. Σοφιανός, Φ. Δημητρακόπουλος, ό.π., σ. κ΄.
  2. 16. Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα ιεραρχών οι οποίοι δεν περιορίζονταν μόνο στα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα, αλλά αναλάμβαναν και πρωτοβουλίες με δράσεις κοινωνικού χαρακτήρα. Με την ενέργεια τους αυτή,  υποκαθιστούσαν  την ανύπαρκτη διοίκηση  των Ελλήνων η οποία εστιαζόταν μόνο στα στενά επίπεδα  των τοπικών κοινοτήτων.
  3. 17. Ο Ασπροπόταμος αναφέρεται ως Λευκοπόταμος.
  4. 18. Κώδικας 51 της Μονής Δουσίκου, 1552, ff. 14v-16r. Ι. Μ. Δουσίκου, Ο Άγιος Βησσαρίων, 2014, σσ.122-123.
  5. 19. Κώδικας 91 Μ. Δουσίκου, ff. 26-34. Ι. Μ. Δουσίκου, Άγιος Βησσαρίων, 2014, σ.
  6. 20. Δ. Σοφιανός, Ανέκδοτα υμνογραφικά κείμενα αναφερόμενα στον μητροπολίτη Λαρίσης και κτίτορα της Μονής Δουσίκου Άγιο Βησσαρίωνα (+1540), Τρικαλινά τ. 14, 1994, σ. 42.
  7. 21. Της πόλεως των Μεγάλων Πυλών.
  8. 22. Ι. Μ. Δουσίκου, ό.π., σ. 123.
  9. 23. Κώδικας 91 Μ. Δουσίκου, ff. 26-34. Ι. Μ. Δουσίκου, Άγιος Βησσαρίων, 2014, σ. 87.
  10. 24. Σπ. Λάμπρος, Μικταί σελίδες, 1905, σσ. 611-612.
  11. Π. Φιλιππίδης, ό.π., σ. 38.
  12. 25. Ι. Μ. Δουσίκου, ό.π. σ. 51.
  13. 26. Ν. Βέης, Η αρχαίτυπος κτητορική διαθήκη του εν αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος, μητροπολίτου Λαρίσης, ιδρυτού της Μονής Μεγάλων Πυλών, 1949, σ.5. Δ. Σοφιανού, ό.π, Τρικαλινά, τ. 7, 1987, σ. 17. Τα στοιχεία του θανάτου του μνημονεύονται σε ενθύμηση εκείνης της εποχής στον κώδικα 798 (φ. 318) της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος, ο οποίος προέρχεται από τη μονή Δουσίκου. Παρόμοια ενθύμηση υπάρχει και στον κώδικα 91 (φ.24) της μονής Δουσίκου.
  14. 27. Αφαιρώντας από το 1540 (έτους θανάτου) τα 50 χρόνια της ζωής του καταλήγουμε στο έτος 1490, το οποίο είναι και το αποδεκτό από τις μέχρι σήμερα έρευνες.
  15. 28. Η χρονολογία αυτή επιβεβαιώνεται τόσο από το βεράτιο του Σουλεϊμάν Α΄ (Μάρτιος 1527), όσο και από το πατριαρχικό σιγίλλιο του πατριάρχη Ιερεμία Α΄ (Απρίλιος 1527). Βλέπε σχετικά: Δ. Σοφιανός, ό.π., Τρικαλινά τ. 7, σ. 21.
  16. 29. Πιθανόν, η χρονολογία 1514 προήρθε από τα λανθασμένα βιογραφικά στοιχεία που καταχώρισε ο μοναχός Χατζή-Γεράσιμος, σχετικά με την τοποθέτηση του αγίου Βησσαρίωνα στην επισκοπή Σταγών. Ο Χατζη-Γεράσιμος, αναφέρει επίσης λανθασμένα τη χρονολογία 1520 ως έτος προαγωγής του Βησσαρίωνα στη θέση του μητροπολίτη (Κώδικας 59 της μονής Δουσίκου, σσ. 14-15).
  17. 30. Ι. Μ. Δουσίκου, ό.π., σ. 51.
  18. 31. Ι. Μ. Δουσίκου, ό.π., σ. 43.
  19. 32. Δ. Καλούσιος, Ο κώδικας της Μητρόπολης Λαρίσης, ΕΒΕ 1472: 1647-1868. Ι. Μ. Δουσίκου, ό. π., σσ. 43-44.
  20. 33. Οι τρεις διαθήκες που έγραψε ο άγιος Βησσαρίωνας φυλάσσονται στη μονή Δουσίκου.
Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

Έγγραφη απάντηση, ζητούν από Κουρέτα, Μιχαλάκης, Μπάρδας, Χατζηγάκη, για τα αντιπλημμυρικά στην Π.Ε. Τρικάλων

Ερώτηση Μιχαλάκη, Μπάρδα και Χατζηγάκη για τα αντιπλημμυρικά στην Π.Ε. Τρικάλων Έγγραφη απ…