(Μια ιστορία από τα παλιά Τρίκαλα. Απ’ αυτές που πρέπει να λέγονται)
Γράφει ο γιατρός και συγγραφέας: Χρήστος Γκίμτσας
Πώς μπόρεσαν αυτά τα δύο παιδιά και άντεξαν τόση αγάπη, ήταν ένα μυστήριο. Γιατί παιδιά ήταν ακόμα.
Στο φροντιστήριο γνωρίστηκαν. Ετοιμάζονταν για εξετάσεις στο πανεπιστήμιο.
Οταν τόλμησε και της είπε δυο γλυκοκουβέντες ,(πως κατάφερε και βρήκε το θάρρος, άλλο μυστήριο κ’ αυτό! ), σχεδόν τον έβρισε.
<<Α, να χαθείς,για ποια με πέρασες!>>
Την δεύτερη φορά, μαλάκωσε και την τρίτη βρέθηκαν να τρώνε παγωτό στην ΕΒΓΑ,γωνία Ασκληπιού και Καποδιστρίου.
Οι στιγμές που έζησαν κάποιες νύχτες, όταν το έσκαζαν από το φροντιστήριο, από το μάθημα των λατινικών συνήθως, και πήγαιναν σε κάποια σκοτεινά δρομάκια, ήταν ταξίδια στον παράδεισο!
Εφτανε ένα άγγιγμα στο χέρι, ένα δειλό φιλί στην άκρη των χειλιών, για να τους κάνει να ξενυχτούν με αγκαλιά το μαξιλάρι.
Ηλθε ο καιρός, έδωσαν εξετάσεις και έγιναν ακόμα πιο ευτυχισμένοι καθώς εκείνος,- ας πούμε πως τον έλεγαν Θάνο- πέρασε στην Νομική της Θεσσαλονίκης και εκείνη –ας πούμε πως την έλεγαν Ναυσικά- πέρασε στην Φιλοσοφική, στην ίδια πόλη.
Το ότι θα ζούσαν μαζί τα φοιτητικά τους χρόνια, έκανε την ευτυχία τους να απογειωθεί.
Οσο όμως και να το έκρυβαν, η μάνα της Ναυσικάς, μεγάλη μέγαιρα, έμαθε τα καμώματα της κόρης της –μήπως έλειπαν οι ρουφιάνοι;- και στο σπίτι άρχισαν οι φασαρίες και τα κλάματα.
<<Που τον βρήκες αυτόν τον ξεβράκωτο και τα έφτιαξες μαζί του; Γι’ αυτόν σε μεγάλωνα εγώ; Εσύ, ένα κορίτσι από τα πρώτα σπίτια της πόλης και αυτός που δεν ξέρει από που κρατάει η σκούφια του;>>
Η αλήθεια είναι πως η Ναυσικά κρατούσε από μεγάλο τζάκι. Μεγαλέμπορος ο πατέρας της .‘’Εδώδιμα και αποικιακά’’ πουλούσε, με γερό όνομα στην πιάτσα και στην τράπεζα.
Ζούσαν σε ένα διώροφο πέτρινο αρχοντικό όχι μακριά από τον σιδηροδρομικό σταθμό, αλλά σ΄ αυτό το σπίτι , κουμάντο έκανε η γυναίκα του.
Το τι τσάγια, σουαρέ, και δεξιώσεις είχαν γίνει μέσα σ’ αυτό το σπίτι και τι μοδίστρες μπαινόβγαιναν, δεν λέγεται.
Πολύ της κακοφάνηκε λοιπόν της μάνας της Ναυσικάς που η μοναχοκόρη της πήγε και έμπλεξε.. Με ποιόν; Μ΄ αυτόν που δεν ξέρουν από τι σπίτι βγήκε!
Παρ΄ όλα τα κλάματά της, η μάνα της το αποφάσισε: Με τέτοιο μυαλό που είχε,δεν θα πήγαινε να σπουδάσει. Θα έμεινε εδώ και να ξεχάσει τα ξεπορτίσματα.
Υστερα ήταν και το προξενιό που χτύπησε την πόρτα τους.
Ηταν ένα από τα πιο τρανταχτά ονόματα της πόλης. Ήταν βέβαια λίγο μεγαλούτσικος, καμιά δεκαπενταριά χρόνια, αλλά το χρήμα και η δύναμη του ήταν γνωστά όχι μόνο σ΄ την περιοχή, αλλά και πολύ έξω απ’ αυτήν.
Να σκεφτείς πως όταν έμπαινε στην Εθνική τράπεζα που τότε ήταν στην γωνία Καραΐσκάκη και Πλούτωνος, οι υπάλληλοί της, σηκώνονταν όρθιοι. Και κάποιοι που γνώριζαν , έλεγαν πως οι λίρες Αγγλίας που είχε, ήταν αμέτρητες. Μόνο που δεν ήξεραν που τις είχε κρυμμένες.
Αν τον ρωτούσες τι δουλειά έκανε, θα σου έλεγε: <<Εισοδηματίας>>, και εννοούσε πως κάθε τέλος του μήνα οι άνθρωποί του, πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα και εισέπρατταν τα ενοίκια από τα ακίνητά του. Και κάθε φθινόπωρο τακτοποιούσαν τα χρέη που είχαν οι αγρότες της γύρο περιοχής, από τα νοικιασμένα χωράφια του.
Αυτό ήταν το τυχερό που χτύπησε την πόρτα της Ναυσικάς και παρ΄όλα τα κλάματα της, ο αρραβώνας έγινε και όλη η πόλη να μακαρίζει την τύχη της.
Ο Θάνος πήγε στην Θεσσαλονίκη για σπουδές, αλλά δεν την ξέχασε. Πως θα μπορούσε άλλωστε.
Τον έφαγαν τα νυχτερινά δρομολόγια, επιστρέφοντας με το τραίνο για να μπορέσει να την πλησιάσει και να την ξαναδεί. Μάταια.
Μερικά γράμματα που της είχε στείλει ποτέ δεν έφτασαν στα χέρια της, και κάποιες φορές που προσπάθησε να της τηλεφωνήσει, γιατί στο σπίτι της Ναυσικάς, υπήρχε τηλέφωνο από τότε,απαντούσε πάντα η μάνα της.
Μερικά βράδια ξενύχτησε κάτω από το παράθυρό της μήπως και την έβλεπε, αλλά χαμένος κόπος. Στο τελευταίο μάλιστα ξενύχτι του, άνοιξε το παράθυρο η μέγαιρα και τον σκυλόβρισε, αποκαλώντας τον γύφτο.
Πήρε κι΄ αυτός τα μάτια του, κοίταξε τις σπουδές του εκεί στην Θεσσαλονίκη, και δεν ξανασχολήθηκε.
Πέρασαν τα χρόνια, η Ναυσικά έγινε μία από τις πρώτες κυρίες της πόλης και γέννησε δύο κόρες.
Αν ήταν ευτυχισμένη; Ποιός την ρώτησε!
Ο Θάνος τελείωσε την νομική, πήγε στρατιωτικό, έμεινε και δούλεψε σε ένα μεγάλο γραφείο της Συμπρωτεύουσας για να μάθει την δουλειά και στο τέλος γύρισε και άνοιξε δικηγορικό γραφείο στην πόλη.
Καθώς αγόρευε σε μία από τις πρώτες δίκες του, γύρισε το βλέμμα του προς το ακροατήριο και την είδε να κάθεται ανάμεσα σε άλλους που ενδιαφέρονταν για την δίκη.
Ξαφνιάστηκε. Μέχρι και ο πρόεδρος κατάλαβε την σύγχυση του. Βρήκε όμως την αυτοκυριαρχία του και συνέχισε. Οταν όμως ξαναγύρισε το βλέμμα του στο ίδιο σημείο , εκείνη είχε χαθεί.
Ηταν προχωρημένο απόγευμα, όταν το κορίτσι που είχε για γραμματέα ,τον ενημέρωσε πως περίμενε μία κυρία.
<<Να περάσει>>.
Και πέρασε.
Εκλεισε την πόρτα πίσω της και στάθηκε αγέροχα στην μέση του γραφείου, κοιτώντας τον.
<<Δεν ξέρεις πόσο το μετάνιωσα. Κάθε μέρα μετανιώνω που δεν άνοιξα ένα βράδυ το παράθυρο καθώς περίμενες μέσα στο κρύο. Που δεν βρήκα το κουράγιο να δραπετεύσω μαζί σου.>>
Εκείνο το απόγευμα , ήταν η πρώτη φορά που τα κορμιά τους ενώθηκαν και εκείνη η φλόγα που δεν είχε σβήσει, έγινε πυρκαγιά.
Σ’ αυτό το γραφείο , η Ναυσικά ερχόταν κρυφά και ζούσε αυτό που δεν είχε ζήσει όλα τα χρόνια που είχαν περάσει.
<<Ολη μου η ζωή είναι οι μέρες που έζησα μαζί σου σε εκείνο το φροντιστήριο και αυτές που ζω τώρα εδώ. Ολα τα υπόλοιπα χρόνια ήταν ένα τίποτα>>.
Στο σπίτι όλοι κατάλαβαν πως κάτι είχε αλλάξει . Η Ναυσικά που ποτέ δεν έδειχνε ευτυχισμένη και ένα σύννεφο είχε πάντα μέσα στο βλέμμα της, είχε αρχίσει να χαμογελά και να ενδιαφέρεται για πράγματα που πριν την άφηναν αδιάφορη.
Και μπορεί εκείνη να ζούσε ένα παραδεισένιο όνειρο , δεν ένοιωθε και ο Θάνος το ίδιο. Γι’ αυτόν το εφηβικό πάθος είχε ξεθυμάνει και μόνο μια μικρή φλογίτσα είχε απομείνει και που ήταν ο λόγος που άρχισε αυτή την κρυφή ζωή μαζί της. Μόνο που ο καιρός περνούσε και ένοιωθε πως η σχέση αυτή έπρεπε κάποτε να τελειώσει.
Κάποια μέρα η Ναυσικά πήγε στο σχολείο της μεγάλης κόρης της να πληροφορηθεί για την πορεία της. Την ενημέρωσε μια όμορφη και ευγενική καθηγήτρια, ας πούμε πως την έλεγαν Σοφία, και στο τέλος της είπε πως η κόρη της ήθελε λίγη ενίσχυση στα φιλολογικά.
<<Φιλόλογος δεν είστε; Γιατί δεν έρχεστε στο σπίτι για να την βοηθήσετε;>>
Ετσι λοιπόν η Σοφία άρχισε να μπαινοβγαίνει στο αρχοντικό της Ναυσικάς και οι δύο γυναίκες δεν άργησε να γνωριστούν καλύτερα. Κάπου από τον νότο ήταν η καταγωγή της Σοφίας , αλλά εδώ είχε διοριστεί σαν καθηγήτρια.
Κάποια μέρα η Ναυσικά την ρώτησε αν υπήρχε κάποιος άνθρωπος να ενδιαφέρεται γι΄αυτήν, ‘’γιατί δεν επιτρέπεται μία τόσο όμορφη γυναίκα , να ζει μόνη της’’.
<<Υπάρχει>> ήταν η απάντηση της Σοφίας <<Δεν το επισημοποιήσαμε όμως ακόμα. Αλλά όπου νάναι…>>
<<Είναι γνωστός; Ανθρωπος της πόλης; τον ξέρουμε;>>
<<Δικηγόρος είναι , εδώ δουλεύει>>, και είπε το όνομα του Θάνου μετά από ένα μικρό δισταγμό.
Το φλιτζάνι του καφέ έπεσε από τα χέρια της Ναυσικάς και η πορσελάνη έσκασε με θόρυβο στο πάτωμα.
Σ’ αυτό το σπίτι μόνο πορσελάνες και κρύσταλλα, υπήρχαν!
Δύο ολόκληρες ημέρες κλείστηκε στο δωμάτιό της, χωρίς να θέλει να δει κανέναν. Είχε ένα δυνατό πονοκέφαλο, δικαιολογήθηκε. Την τρίτη την βρήκαν χωρίς αισθήσεις. Είχε καταπιεί όλα τα χάπια που υπήρχαν στο σπίτι.
Στο νοσοκομείο κατάφεραν να την γλυτώσουν, αλλά στον κόσμο που λύσσαγε για κουτσομπολιό, είπαν πως ήταν μία τροφική δηλητηρίαση. Λίγοι ήξεραν την αλήθεια.
Ο Θάνος, που είχε τις άκρες του, την έμαθε, και κατάλαβε ποιος ήταν ο λόγος της απόπειρας. Προσπάθησε να της τηλεφωνήσει , αλλά εκείνη αρνήθηκε πεισματικά να μιλήσει μαζί του.
Οι γιατροί που την παρακολουθούσαν , μίλησαν για μία οξεία κρίση κατάθλιψης, μόνον που αυτή με τον καιρό ,έγινε χρόνια.
Η Ναυσικά κλείστηκε σαν στρείδι στον εαυτό της και το γκρίζο σύννεφο ξαναγύρισε μόνιμα στο βλέμμα της.
Ο άντρας της, απορούσε με το πρόβλημα της γυναίκας του και πως τόσοι γιατροί που μπαινόβγαιναν στο σπίτι, δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά.
<<Μα τι της λείπει και είναι δυστυχισμένη. Ολα τα έχει>>, μονολογούσε.
Το βασικό του μέλημα όμως δεν ήταν η γυναίκα του αλλά οι μηνιαίες εισπράξεις και το πρόβλημα που είχε με τον προστάτη του και τον βασάνιζε.
Η μάνα της, η μέγαιρα,, κατάλαβε, γιατί οι μάνες καταλαβαίνουν πάντα τα παιδιά τους, πιο ήταν το βαθύ σαράκι που έτρωγε την ψυχή της κόρης της,αλλά μέσα στις ενοχές της, πότε δεν τόλμησε να ανοίξει μία κουβέντα μαζί της και να ζητήσει μία συγνώμη για το λάθος της.
Προσπάθησε μονάχα να της συμπαρασταθεί, αλλά η Ναυσικά την απώθησε μακριά της.
Οι κόρες της συνήθισαν να βλέπουν την μάνα τους να ζει μέσα στην θλίψη και στο τέλος αδιαφόρησαν.
Η Σοφία, η φιλόλογος ζήτησε μετάθεση και γύρισε στον τόπο της. Μετά από λίγο την ακολούθησε και ο Θάνος, γιατί οι επαγγελματικές ευκαιρίες σε μία μεγαλύτερη πόλη, ήταν περισσότερες. Παντρεύτηκαν μετά από λίγο. Φεύγοντας, κάπου μέσα στο βάθος της ψυχής του κουβαλούσε και τις δικές του τύψεις. Η Σοφία δεν έμαθε ποτέ την σχέση του Θάνου με την Ναυσικά.
Πρώτος πέθανε ο πατέρας της ύστερα από ένα βαρύ εγκεφαλικό και μετά από δυο χρόνια και η μάνα της που έφυγε με την ψυχή της γεμάτες ενοχές, μόνο που δεν το ομολόγησε ποτέ και σε κανέναν.
Λίγο αργότερα, πρωί ήταν, έσβησε και η Ναυσικά . Οι γιατροί είπαν πως έφταιξε η καρδιά της που είχε αδυνατίσει πολύ.
Κανείς δεν σκέφτηκε όμως να μετρήσει πόσα χάπια έλλειπαν, από αυτά που ήταν στοιβαγμένα δίπλα στο κομοδίνο της.
Ολα αυτά τα χρόνια που ζούσε, όπως ζούσε, ο μόνος άνθρωπος που στάθηκε κοντά της, που της είχε ανοίξει την καρδιά της και της κρατούσε συντροφιά στις βασανιστικές αϋπνίες της, ήταν η κυρά Ευτυχία, η υπηρέτρια. Γιατί εκείνη την εποχή, τα αρχοντικά είχαν υπηρέτριες.
Ηταν ο άνθρωπος που έζησε κοντά της , από την ημέρα που παντρεύτηκε τον εισοδηματία, μέχρι που ξεψύχησε.
Ο άντρας της πέθανε τελευταίος, βασανισμένος από τις μεταστάσεις του καρκίνου που είχε στον προστάτη του.
Τελευταία που έφυγε από το αρχοντικό και το κλείδωσε πίσω της, ήταν η κυρά Ευτυχία.
Οι κόρες της Ναυσικάς, ήταν από καιρό φευγάτες. Για σπουδές στο εξωτερικό, έτσι έλεγαν, και ξεκοκάλιζαν δύο περιουσίες. Του παππού και του πατέρα τους. Δεν ξαναγύρισαν ποτέ πίσω. Τα κληρονομικά τους τα διαχειρίζονταν λογιστές και δικηγόροι. Κάποιοι είπαν πως είχαν παντρευτεί στο εξωτερικό ,αλλά ποιος ξέρει;.
Το αρχοντικό που βρίσκονταν σε μία πάροδο της οδού Σιδηροδρόμου, Ασκληπιού , σήμερα, δόθηκε αντιπαροχή και τίποτα δεν έμεινε να θυμίζει την ιστορία των ανθρώπων που είχαν ζήσει μέσα του.
Εγώ έμαθα την ιστορία της Ναυσικάς από την κυρά Ευτυχία, που γερόντισσα πια, έπεσε και έσπασε τον γοφό της, και την χειρούργησα γι΄αυτό. Και σε κάποιες κουβέντες που είχα μαζί της για τα παλιά Τρίκαλα μου διηγήθηκε όσα έζησε μέσα στους πέτρινους τοίχους του μεγάλου αρχοντικού.
Από όλη αυτή την ιστορία, ένα πράγμα με συγκλόνισε περισσότερο. Πως η Ναυσικά από την μέρα που πέθανε η μάνα της, ούτε μία φορά δεν πήγε στον τάφο της για να αφήσει ένα λουλούδι η να της ανάψει ένα κερί.