
Στη βόρεια Γαλιλαία, κοντά στα σύνορα με το Λίβανο, βρέθηκε μια ελληνική επιγραφή που ήταν τρόπον τινά πολεοδομική, φορολογική, αλλά και οδόσημο. Έχει μεγάλη σημασία ως εύρημα λόγω της περιόδου στην οποία ανήκει, καθώς είναι στα ελληνικά, ενώ η περιοχή είχε κατακτηθεί από τους Ρωμαίους 350 χρόνια πριν.
Ειδικότερα οι ανασκαφές περίπου 2 χλμ. νοτίως της πόλης Μετούλα, έφεραν στο φως μια επιγραφή που χρονολογείται στο 300 μ.Χ. και το γεγονός ότι ήταν στα ελληνικά καταρρίπτει (και πάλι) το επιχείρημα περί “ρωμαϊκού Βυζαντίου” αργότερα, ενώ παράλληλα δείχνει και την επίσημη γλώσσα των ντόπιων, τρεις αιώνες μετά τη γέννηση του Ιησού. Επιπλέον, φανερώνει ότι οι Ρωμαίοι ζούσαν και κινούνταν σε κατακτημένες χώρες, οι οποίες όμως ομιλούσαν την ελληνική και στο εμπόριο και στις συναλλαγές με το δημόσιο.
Επιπλέον, η ανακάλυψη παρέχει νέες γνώσεις για την ιστορική γεωγραφία και το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον του “Ρωμαϊκού Λεβάντε”, συμπεριλαμβανομένων δύο άγνωστων τοπωνυμίων. Τα τοπωνύμια μπορεί να αντιστοιχούν στις σημερινούς οικισμούς Turritha και Tell Ajul (Τίρθας και Γολγόλ άλλοτε). Η περιοχή την εποχή της συγκεκριμένης επιγραφής ανήκε στη Φοινίκη της Συρίας.
Η σκαλισμένη πέτρα θεωρείται από τους ερευνητές ότι τοποθετήθηκε αρχικά για τη σήμανση των χερσαίων συνόρων, ως μέρος των φορολογικών μεταρρυθμίσεων που εφάρμοσε ο Διοκλητιανός. Αυτή η αρχαία πέτρα από βασάλτη χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως “τούβλο” από τους Μαμελούκους σε τάφο αγνώστου. Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι η περιοχή ήταν πιθανώς γεμάτη με χωράφια και αγροκτήματα που ανήκαν σε μικρούς γαιοκτήμονες που πλήρωναν τους φόρους τους με περίπλοκο τρόπο, καθώς δεν φαίνεται να τους απέδιδαν στην πλησιέστερη πόλη.
Βρέθηκε το 2022 σε έρευνες υπό την καθηγήτρια Naama Yahalom-Mack και την επίκουρη καθηγήτρια Nava Panitz-Cohen του Εβραϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας, καθώς και του καθηγητή Robert Mullins του Πανεπιστημίου Azusa Pacific της Καλιφόρνια. Όμως ήταν δύσκολο να διαβαστεί όπως αποδείχθηκε.
Δύο ειδικοί Ισραηλινοί, ο Δρ Avner Ecker και ο καθηγητής Uzi Leibner χρειάστηκαν δυο χρόνια για να διαβάσουν τα ελληνικά γράμματα, επειδή δεν ήταν και πολύ ευκρινή, αλλά και επειδή δεν ήταν οι ίδιοι Έλληνες φιλόλογοι. Η έρευνά τους δημοσιεύεται στο περιοδικό Palestine Exploration Quarterly. Εκτιμούν ότι το κείμενο σχετίζεται με τις δημοσιονομικές και εδαφικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε ο Διοκλητιανός στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., όταν καθιέρωσε την Τετραρχία.
Η αρχική θέση του λίθου είναι άγνωστη, αλλά λόγω του μεγέθους και του βάρους του, ήταν πιθανότατα κοντά στο σημείο εύρεσης, δηλαδή πλησίον του νεκροταφείου. Η πέτρα έχει ύψος ενός μέτρου και πλάτος 48 εκατοστών, το δε πάχος της είναι 20–23 εκατοστά. Οι λέξεις που είναι κάπως αναγνώσιμες από εμάς στη φωτογραφία, είναι ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟC, ΜΑΞΙΜΙΑΝΟC, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟC, ΚΑΙCΑΡΕC, ΛΙΘΟC, ΑΓΡΟΥC ΟΡΙΑ και (Ο)ΡΙΖΟΝΤΑ.
Όμως οι ερευνητές αναφέρονται και στη λέξη ΒΑCIΛΕΙΚΟC στην δέκατη αράδα και πιστεύουν ότι ήταν το όνομα του “επίσημου πολεοδόμου” ή τοποτηρητή και φοροεισπράκτορα τρόπον τινά των Ρωμαίων. Σύμφωνα με τη δική τους απόδοση, η πέτρα είχε σκαλισμένα τα εξής: ΔΙΟΚΛΗΤΙAΝΟC KAI ΜAΞΙΜΙAΝΟC CEBB (σ.σ. Σεβαστοί) KAI ΚΩΝCTANTIΟC KAI ΜAΞΙΜΙAΝΟC KAICAREC ΛΙΘΟΝ ΔΙΟΡΙΖΟΝΤA ΑΓΡΟΥC ΟΡΙΑ ΤΙΡΘΑC ΓΟΛΓΟΛ/ΜCΤΗΡΙΧΘΗΝΕ ΕΚΕΛΕΥCAΝ ΒΑCΕΙΛΕΙΚΟC ΔΙΑCΗΜΟΤΑΤΟC.