Ioanna

Ο τάφος έγραφε:

 Αλεξάνδρα Μπελίτσα

ετών 57, συγγραφέας

Το μικρό κορίτσι με τις ξανθιές μπούκλες και τα ροδαλά μάγουλα σκύβει και αφήνει ένα λευκό τριαντάφυλλο. Ένα τεράστιο δάκρυ κυλά στο μικρό πρόσωπο.

  • Αλεξάνδρα! Ακούγεται μια φωνή. Ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων περιμένει το παιδί λίγο παρακάτω. Το κορίτσι τρέχει και μπαίνει ανάμεσα τους. Το ζευγάρι την κρατάει δυνατά από το χέρι, γυρίζουν τις πλάτες και φεύγουν. Γυρίζουν ίσως τις πλάτες τους σε ένα σκληρό παρελθόν που θέλουν να αφήσουν πίσω.

Και η ιστορία ξεκινά κάπως έτσι…

  1. ΓΕΝΕΘΛΙΑ- αναζωπύρωση του παρελθόντος

Ένα καλοκαιρινό Αυγουστιάτικο βράδυ το άκουσμα των τζιτζικιών  θα διακοπεί απότομα όταν αστραπές και βροντές θα πάρουν τη σειρά τους. Η Αλεξάνδρα κολλημένη στο παράθυρο κοιτάει τις στάλες της βροχής που κυλάνε αργά στο πεζοδρόμιο. Τις μετράει και φτάνει ως τις σαράντα εκεί σταματά. Σήμερα είναι τα γενέθλια της γίνεται σαράντα χρόνων ακριβώς και νιώθει κάπως παράξενα. Αναρωτιέται που πήγαν χαμένα τόσα χρόνια σε σπουδές, σε διασκεδάσεις, σε ένα απλό χουζούρεμα. Φοβάται για το μέλλον. Φοβάται ότι ποτέ δε θα γίνουν όσα ονειρεύτηκε. Ότι όλα όσα προσμένει θα χαθούν με τις στάλες της βροχής. Και εκεί που η σκέψη βαθαίνει η έμπνευση έρχεται ως φυσικό επακόλουθο της εικόνας. Το χέρι παίρνει το στυλό και ένα πρόχειρο χαρτί και αρχίζει να δημιουργεί

 

Πίσω από το τζάμι σαν καθίσω και μες στη σκέψη μου χαθώ

Όσα φοβάμαι θα αντικρύσω και ένα βροχερό καιρό.

Τα μάτια μου κοιτούν μπροστά και τη βροχή χαζεύουν, μα η σκέψη ταξιδεύει…

Μπροστά στο τζάμι η βροχή, τι θέλει τι γυρεύει;

Αργά κυλούν οι στάλες της, στο τζάμι πάνω μένουν

Και εσύ κοιτάς , μα είσαι αλλού  σκέφτεσαι τα χρόνια που απομένουν

 Χοντραίνει έξω η βροχή, οι αστραπές τρομάζουν

Ο κόσμος τρέχει να κρυφτεί και τα παιδιά φωνάζουν

Και συ ακόμα δημιουργείς και γράφεις με την πένα

Δε σε ενδιαφέρει τίποτα και τέλειωσε η μέρα!

Ο χρόνος κυλάει, η μέρα περνάει τα χρόνια γυρίζουν και φεύγουν μακριά

Το μόνο που μένει και δεν αλλάζει, είναι να γράφω, με συναρπάζει

Και ενώ τις Αυγουστιάτικες νύχτες χάνεσαι στα καλντερίμια  του μυαλού και εκεί αναζητάς άλλες εποχές, κάποιους άλλους Αύγουστους ξεχασμένους από το χρόνο , κουρνιασμένους σε μια ακρούλα της μνήμης που έγινε ανάμνηση, σκονισμένους από τα γεγονότα που τους σκέπασαν στο πέρασμα τους. Τότε η πένα παίρνει φωτιά  το χέρι που πληκτρολογεί σε λιωμένα πλέον πλήκτρα προηγείται της σκέψης! Και τότε αναλογίζεσαι πόσα βράδια πήγαν χαμένα πληκτρολογώντας; Πόσα ξενύχτια για να πάρει το  κείμενο τη μορφή που εσύ θέλεις; Πώς να δώσεις πνοή σε μια κοινωνία που ξεψυχά αν δεν αποτυπώσεις το γίγνεσθαι;

Όλοι έχουν πάθη στη ζωή αυτή, το δικό της πάθος είναι η συγγραφή.

Το στυλό τρέχει πάνω στο χαρτί να προλάβει να αποτυπώσει τη σκέψη. Η Αλεξάνδρα μια ευαίσθητη ρομαντική ψυχή εμπνέεται από τα καιρικά φαινόμενα και όχι μόνο και γράφει στίχους, πεζογραφήματα. Παίζει , κεντάει με τις λέξεις το κέντημα της δικής της ψυχής. Η δίψα για πνευματική τροφή και πνευματική δημιουργία είναι τόσο έντονη κάποιες φορές που η πένα δεν περιμένει, σκέψη και πένα ταυτόχρονα συμβαδίζουν και κινούνται σε ένα θαυμάσιο κόσμο, στον κόσμο της δημιουργίας.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη χαρά της δημιουργίας. Αυτός ο μαγικός κόσμος  του γραπτού λόγου τον οποίο αποτυπώνεις σε μια κόλλα χαρτί και μπορείς με αυτόν να ενεργοποιείς συναισθήματα, να διαμορφώνεις χαρακτήρες, γνώμες καταστάσεις να αλλάζεις δεδομένα ακόμα και θεσμούς! Η δύναμη του λόγου τεράστια και η αξία της μεγάλη στη συνέχιση και μετάδοση του πολιτισμού. Όλα αυτά τα γνώριζε καλά η Αλεξάνδρα ήξερε και  τη δύναμη που έκρυβε μέσα της. Το όνειρό της ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα αλλά το θεωρούσε κάπως δύσκολο. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή που ο χρόνος θα ωρίμαζε τη σκέψη της για κάτι τέτοιο.

Ο χρόνος είναι εκείνος που ξέρει να ορίζει τις κατάλληλες στιγμές για τον καθένα μας. Ο  χρόνος είναι εκείνος που ανασύρει τα συναισθήματα, τη νοσταλγία, διώχνει τη λύπη και φέρνει τη χαρά ή το αντίθετο.

Οι στάλες της βροχής δυνάμωσαν  προσκρούουν με ορμή στα πεζοδρόμια λες και θέλουν να καθαρίσουν όλη τη βρωμιά ετούτου του κόσμου! Είναι δυνατόν; όχι βέβαια! Άδικα παλεύουν για κάτι τέτοιο. Το μόνο καλό είναι ότι τώρα μπορούν να βγουν και οι πιο σκληροί και αναίσθητοι άνθρωποι έξω στη βροχή και να αφήσουν επιτέλους να κυλήσουν τα δάκρυα τους που τα κρατάνε σα χρυσό στην πονεμένη τους ψυχή. Το κλάμα είναι λύτρωση και πάνω απο όλα αποτελεί τραγούδι ένα τραγούδι που τραγουδάει η ψυχή!

Και όμως γρήγορα σιώπησε αυτή η μπόρα  σταμάτησε ίσα ίσα ακούγεται πια. Όποιοι πολύ το σκέφτηκαν και έμειναν στο λήθαργο της σκέψης και περιπλανήθηκαν στα καλντερίμια του μυαλού δεν πρόλαβαν να κλάψουν, δεν πρόλαβαν να λυτρωθούν, δεν πρόλαβαν να εξαγνίσουν την ψυχή τους. Έτσι λοιπόν θα παραμείνουν με μια σκληρή καρδιά, περήφανοι να πιστεύουν ακόμα ότι οι άλλοι φταίνε για όλα. Μια αστραπή είναι η ζωή μας ας τη ζήσουμε, ας βρούμε τη δύναμη να πούμε ένα συγνώμη σε όσους πληγώσαμε. Ας προλάβουμε! Η βροχή θα σταματήσει χωρίς προειδοποίηση. Μια μπόρα ήταν  και πέρασε άφησε όμως μια  χρυσόσκονη έμπνευσης!

Κάθε στιγμή, μια ολόκληρη ζωή και η μοναξιά εκείνο το βράδυ το Αυγουστιάτικο βράδυ αφόρητη. Τα τζιτζίκια δεν παύουν το τραγούδι και σπάνε εκείνη την αφόρητη σιωπή της μοναξιάς και της ανίας. Κλείνω τα σαράντα μονολογεί η Αλεξάνδρα και το μάτι της πέφτει πάνω στο κινητό που αναβοσβήνει, το έχει στο αθόρυβο δεν θέλει να απαντήσει. Τις σκέψεις της εκτός από το αναβόσβημα του κινητού διακόπτει και η φωνή της μητέρας της:

-Αλεξάνδρα το φαγητό είναι έτοιμο.

– Δεν πεινάω μητέρα

Κρυμμένη καλά στο καβούκι του δικού της παραδείσου δεν κάνει διάλειμμα ούτε γα φαγητό πολλές φορές μάλιστα τρώει παρέα με τις σκέψεις της, εκεί πάνω από τα λιωμένα πλήκτρα του λάπτοπ. Η συγγραφή είναι ένα χόμπι μια μεγάλη αγάπη κάτι που της γεμίζει τη ζωή και φωτίζει τα μαύρα σκοτάδια της ψυχής της. Και όμως σήμερα τη μέρα αυτή των γενεθλίων κάτι τρώει τα σωθικά της. Θέλει να σπάσει τα δεσμά του καθιερωμένου να κάνει κάτι διαφορετικό, να τολμήσει να αλλάξει τα δεδομένα. Η καθημερινότητα την έχει κουράσει τόσο πολύ.

Σήμερα που κλείνει τα δεύτερα -αντα νιώθει τόσο περίεργα πρώτη φορά στη ζωή της η μέρα των γενεθλίων της δεν της κάνει καμία αίσθηση. Το μυαλό της γυρνάει πίσω στο παρελθόν τότε που ήταν φοιτήτρια και ακόμα πιο πίσω τότε που ήταν παιδί. Σαν  κινηματογραφική ταινία περνάνε όλες οι σκηνές που έχει ζήσει και διαδραματίζονται εδώ μπροστά της τόσο ζωντανά! Να τώρα ακούει και τον ήχο ενός τρένου που ξεμακραίνει τουτ τουτ τουτ. Το σφύριγμα του τρένου που φεύγει  αφήνει ένα ήχο διαρκείας στα αυτιά σου. Κόσμος να πηγαινοέρχεται στο σταθμό.

Κάποιοι περιμένουν μόνοι το τρένο για να φύγουν. Άλλοι πάλι συνοδεύονται από αγαπημένα πρόσωπα για να τους αποχαιρετήσουν. Όλοι όμως περιμένουν με ανυπομονησία το τρένο να αναχωρήσει. Όχι ότι το θέλουν αλλά είναι αυτή η αγωνία του αποχαιρετισμού που δεν αντέχεται είναι που θέλεις να συντομεύσεις το χρόνο γιατί δεν αντέχεις να περιμένεις το αναπόφευκτο είναι που θες να ζήσεις όσο γίνεται πιο γρήγορα και να τελειώνεις με αυτή τη δυσάρεστη στιγμή, τη στιγμή του αποχαιρετισμού. Μια στιγμή, μια ολόκληρη ζωή όμως! Μια στιγμή σημαδιακή γι αυτόν  που φεύγει , γι αυτόν που μένει. Άραγε ποιος είναι σε καλύτερη μοίρα; Ίσως κανείς και το τρένο περιμένει να γεμίσει με τις ψυχές που θα τις πάει μακριά σου.

Η ιστορία του τρένου σχεδόν πάντα σε παραπέμπει σε μελαγχολικές στιγμές της ιστορίας  καθώς σπάνια οι άνθρωποι φεύγουν για καλό λόγο συνήθως έφευγαν ως στρατιώτες σε πόλεμο , για μετανάστες  για όποιο λόγο πάντως και αν έφευγαν η φυγή τους ήταν πάντα οδυνηρή  και εκείνο το σφύριγμα που κάνει φεύγοντας σου ραγίζει την καρδιά. Δεν ξέρω γιατί  αλλά ακούγοντας το νιώθεις ότι πέφτουν τίτλοι τέλους  κοιτάς μέχρι να ξεμακρύνει  και φεύγεις κουβαλώντας για πάντα αυτό τι σφύριγμα. Τα τρένα που φύγαν  κάτι σου πήραν κομμάτια του εαυτού σου ίσως, τα οποία δεν πρόκειται να ξαναβρείς.

Όταν ο πόνος σε πνίγει, γέλα

Όταν οι αναμνήσεις σε αγκαλιάζουν, ξέχνα

Όταν η ζωή δεν έχει νόημα, ζήσε!

Το χτες έφυγε πια ο ήλιος θα ξαναβγεί και πάλι

Για να ζεστάνει την παγωμένη σου καρδιά

Το σφύριγμα του τρένου θα ηχεί για πάντα στη μνήμη σου

Η εικόνα της απομάκρυνσης του θα συνοδεύει τη σκέψη σου

Η ελπίδα της επιστροφής  θα σε χαροποιεί

Η αργοπορία θα σφίγγει την καρδιά σου

Το πέρασμα του αδυσώπητου χρόνου

Θα πιστοποιεί ότι το σφύριγμα του τρένου

Ίσως σημαίνει το τέλος

Το τέλος όμως σημαίνει πάντα μια καινούρια αρχή.

Το μυαλό της Αλεξάνδρας γυρίζει πίσω τότε  που αποχαιρέτησε την κολλητή της φίλη που θα έφευγε για Γερμανία, οι δικοί της βρίσκονταν ήδη εκεί και εκείνη θα πήγαινε μόλις τελείωνε το σχολείο. Δεν ταίριαζαν σαν κολλητές ήταν τόσο μα τόσο αντίθετες αλλά αυτό  ήταν ίσως εκείνο που τις έδενε περισσότερο. Αυτή η αντιφατικότητα των χαρακτήρων που κουμπώνει τις καρδιές των ανθρώπων και δένει το νήμα των ζωών του ώσπου να το κόψει κάποια αιτία, όπως εδώ η μετανάστευση.

-Δε θα ξαναδώ τη φιλενάδα μου είπε η Αλεξάνδρα στη μητέρα της λυπημένη.

-Έλα που δε θα τη ξαναδείς τα καλοκαίρια εδώ θα βρίσκεται , θα τα περνάτε μαζί. Εξάλλου μεγάλα κορίτσια είσαστε πια η καθεμία τράβηξε το δρόμο της. Εσύ Αλεξάνδρα μου λείπεις όλο τον καιρό στην Αθήνα για τις σπουδές σου εκείνη τι να κάνει εδώ στο χωριό; Πως θα περνάει την ώρα της; Όντως έτσι ήταν οι γονείς της Ελένης την είχαν αφήσει από μικρή στους παππούδες και  είχαν φύγει για δουλειά στη Γερμανία. Τώρα όμως που πέθανε και η γιαγιά της η Ελένη δεν είχε λόγο να μένει στην Ελλάδα. Εκεί θα βρει την τύχη της έλεγε η μητέρα της. Ποιος γνωρίζει όμως τι είναι τύχη και τι ατυχία;  Ποιος ξέρει να παίζει τα παιχνίδια της ζωής και να κερδίζει πάντα.

Όταν οι άνθρωποι κάνουν αυστηρά σχέδια ο Θεός γελάει, ενίοτε τους τα χαλάει. Είμαστε όλοι μας κάτι μικρά μικρά μυρμηγκάκια που προσπαθούμε, παλεύομε, αναζητούμε το σωστό και το καλύτερο και εκεί που νομίζουμε ότι μπήκαμε σε μια σειρά. Να ακριβώς εκεί γίνεται κάτι και τα καταστρέφει όλα, όλα χάνονται και εσύ απλέ άνθρωπε πρέπει να ανασυγκροτείς τις δυνάμεις που σου απέμειναν, να επιστρατεύεις όλο σου το μεγαλείο και τη δυνατή σκέψη σου για να ανακαλύψεις τα λογικά μέσα στα παράλογα, να βρεις το δίκαιο εκεί στο χάος του άδικου και να ουρλιάξεις για να ακουστείς σε αυτή την απάνθρωπη κοινωνία της σιωπής.

Με πόσα θηρία να τα βάλει ο άνθρωπος; Πόσες κραυγές να βγάλει και σε πιο ψηλό βουνό να ανέβει για να ακουστεί; Αχ Αλεξάνδρα μου της έλεγε ο πατέρας της τα όνειρα πληρώνονται ακριβά και για τα φτάσεις πρέπει να ανέβεις ψηλά , πολύ ψηλά! Όταν ήταν σχεδόν μωρό ο πατέρας της ανέβαζε στους ώμους του και τη σήκωνε ως το πολύφωτο. Eκει η Αλεξάνδρα σήκωνε το μικρό στρουμπουλό χεράκι της να φτάσει τη λάμπα, να αγγίξει το φώς να αγγίξει το όνειρο!

Τώρα όμως; Τώρα μεγάλωσε πια, τώρα μόνη έπρεπε να κυνηγήσει τα όνειρά της. Τι  ήταν αυτό που ήθελε στη ζωή της; Οι σπουδές της θα τελείωναν σε ένα χρόνο και εκείνη θα έπρεπε να βρει εργασία. Οι γονείς ήταν αγρότες δε μπορούσαν να της προσφέρουν τα πάντα. Με κόπους και χίλιες θυσίες τη σπούδαζαν. Η Αλεξάνδρα δεν το χε νιώσει αυτό βίωνε μια κανονική φοιτητική ζωή , χωρίς να δουλεύει και κάνοντας παρέα με επιφανείς οικονομικά  συμφοιτητές. Έμενε μόνη της σε γκαρσονιέρα, ψώνιζε ότι ρούχα ήθελε, πήγαινε θέατρο, μπουζούκια, κινηματογράφο, έτρωγε σε ταβέρνες ενίοτε. Ζούσε αν όχι χλιδάτη θα την έλεγες όμως πολύ άνετη ζωή ως φοιτήτρια.

Οι γονείς φυσικά ποτέ δε θα έλεγαν στην πριγκίπισσα τους ότι εκείνοι ίσα ίσα  έβγαζαν εις πέρας  τα έξοδα του σπιτιού. Στην ουσία στερούνταν ακόμα και τα βασικά προκειμένου να μη λείψει τίποτα στο καμάρι τους, να  μπορέσει  ανεπηρέαστη από τα οικονομικά προβλήματα  να τελειώσει τις σπουδές της και να την καμαρώσουν άξια και μεγάλη  επιστήμονα, όπως ήθελαν.

Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

Θέση εργασίας σε Φαρμακείο, στο Δ. Πύλης

Ζητείται άτομο ηλικίας 23-29 ετών με κάρτα ανεργίας, για άμεση πρόσληψη σε περιφερειακό Φα…