Κυριακή, 2 Νοεμβρίου 2025.
Από νωρίς, στο Δημαρχείο της Πύλης, η παρέα του ΟΠΟΠ μαζεύτηκε με εκείνη τη χαρακτηριστική ανυπομονησία πριν από κάθε εξόρμηση. Τα πρόσωπα γνώριμα, τα χαμόγελα αληθινά, ο αέρας ψυχρός αλλά γλυκός — προμήνυμα μιας όμορφης μέρας. Στις 07:30 βάλαμε μπρος, με μια στάση στον κόμβο του ΟΑΕΔ, και ξεκινήσαμε για τη λίμνη Λογγά, λίγο πιο πάνω απ’το ομώνυμο χωριό, εκεί στα 50 περίπου χιλιόμετρα από τα Τρίκαλα.
Η διαδρομή, εύκολη και ήπια — γύρω στα 7 χιλιόμετρα και 450 μέτρα υψομετρική διαφορά — κράτησε περίπου 4 ώρες. Μα ήταν από εκείνες τις πορείες που δε μετριούνται με ρολόγια· μετριούνται με χρώματα, μυρωδιές και κουβέντες. Το δάσος μάς υποδέχτηκε ντυμένο στα πιο όμορφα ρούχα του φθινοπώρου: πορτοκαλί, καφέ και χρυσοκίτρινα φύλλα που στρώνονταν σαν χαλί κάτω απ’ τα βήματά μας. Οι οξιές έγερναν διακριτικά πάνω απ’ το μονοπάτι, κι ο ήλιος έπαιζε μαζί τους, φτιάχνοντας σκιές που έμοιαζαν με ανάσες της γης.
Μπροστά μας ο Γιώργος Στραγάλης, ο οδηγός και γνώστης των μανιταριών, μας μάθαινε να «διαβάζουμε» το δάσος αλλιώς: όχι μόνο με τα μάτια αλλά και με το ένστικτο. Μας έδειχνε ποια μανιτάρια αξίζει να εμπιστεύεσαι και ποια να αφήνεις στη γη, μας μιλούσε για το πώς συνδέεται κάθε είδος με την υγρασία, το χώμα και το φως. Όταν γέμισε το καλάθι γεμίσαμε κι εμείς — από γνώση, μυρωδιές και γέλιο. Ήταν μια ομάδα με εξαιρετική διάθεση, συνοχή και χιούμορ· άνθρωποι που χαίρονται την πορεία περισσότερο από τον προορισμό.
Η λίμνη Λογγά μας περίμενε ήσυχη, σχεδόν μελαγχολική. Μια λίμνη που κουβαλά ιστορία: άλλοτε τροφοδοτούσε τα χωράφια και τις ζωές των ανθρώπων της περιοχής, μα σήμερα στερεύει σιγά σιγά. Η έλλειψη νερού έχει αφήσει τα σημάδια της, και η φύση μοιάζει να ζητά ξανά τον σεβασμό μας. Εκεί, στη γαλήνη της σιωπής, ένιωθες πως ο τόπος μιλά — όχι με λόγια, αλλά με ρωγμές, με ξεραμένα καλάμια και με το φως που καθρεφτιζόταν στα ρηχά νερά.
Μετά το περπάτημα, καταλήξαμε στο χωριό Λογγά, σ’ ένα μικρό ταβερνάκι που έμοιαζε να μας περίμενε. Τα τηγανητά μανιτάρια και η ομελέτα μύριζαν γη, φθινόπωρο και παρέα. Το τσίπουρο έδεσε τη συζήτηση, και το γέλιο έσπασε κάθε ίχνος κόπωσης. Εκεί, ανάμεσα σε ποικιλίες και ιστορίες, συνειδητοποιήσαμε για άλλη μια φορά γιατί αγαπάμε τόσο αυτές τις εξορμήσεις: γιατί μας θυμίζουν ποιοι είμαστε — άνθρωποι της φύσης, της παρέας, της ουσίας.
Η επιστροφή είχε μέσα της ηρεμία. Είχαμε περπατήσει, γελάσει, μάθει και συγκινηθεί. Είχαμε δει μια λίμνη που διψά, μα κι ένα δάσος που ακόμα προσφέρει.
Κι εκεί, ανάμεσα στα χρώματα του Νοέμβρη, καταλάβαμε πως κάθε πεζοπορία είναι κάτι περισσότερο από μια διαδρομή — είναι μια επιστροφή στο μέσα μας.
Για τον Οποπ, Μαρία Ντούβλη


















