
Ο Δήμος Πύλης με το πλούσιο και ποικιλόμορφο φυσικό του περιβάλλον, διαθέτει γεωτόπους που παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον από πλευράς βιοποικιλότητας και γεωποικιλότητας. Συνολικά, έχουν καταγραφεί 41 γεωλογικά μνημεία με επιστημονική, λαογραφική, αισθητική και οικολογική αξία1.
Ακόμη, διαθέτει χώρους με ιστορικό χαρακτήρα και αξιόλογα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Επομένως, τα περιβαλλοντικά και πολιτιστικά αποθέματα του Δήμου Πύλης τον καθιστούν τόπο ιδανικό για βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη. Αναμφισβήτητα, προς αυτή την κατεύθυνση, η ένταξη του Γεωπάρκου Μετεώρων-Πύλης στο Δίκτυο Παγκόσμιων Γεωπάρκων της UNESCO συνιστά μοναδική ευκαιρία για την ανάδειξη – αξιοποίηση του γεωτουρισμού και γενικότερα των εναλλακτικών μορφών τουρισμού.
Το έντονα καρστικοποιημένο ανάγλυφο στην περιοχή της Πύλης, συνέβαλε σε βάθος χιλιάδων χρόνων στον σχηματισμό ενός σημαντικού αριθμού σπηλαίων και βαράθρων. Κάποια από αυτά είναι γνωστά, και στο παρελθόν έγιναν προσπάθειες για την καταγραφή και εξερεύνηση τους. Ωστόσο, πολλά σπηλαιοβάραθρα παραμένουν ακόμη άγνωστα. Η αξιοποίηση των σπηλαίων στην περιοχή του Δήμου Πύλης, αποτελεί βασική προϋπόθεση για την προαγωγή του σπηλαιολογικού, γεωλογικού και φυσιολατρικού τουρισμού.
Στην Πύλη και στο βουνό Ίταμος υπάρχει το βάραθρο «Κουδουνότρυπα». Η θέση του εντοπίζεται κοντά στον δρόμο που οδηγεί στο μοναστήρι της Γκούρας και σε υψόμετρο 434 μ. Η ονομασία του προήρθε από τον ήχο (Κουδούνισμα) που κάνουν οι πέτρες όταν πέφτουν στο κενό. Η είσοδος καλύπτεται από βλάστηση και δεν είναι εύκολα ορατή. Τα πρώτα 10 μέτρα του ανοίγματος είναι κατηφορικά και στη συνέχεια η βαραθρώδη διαδρομή είναι κατακόρυφη.
Το βάραθρο «Κουδουνότρυπα» δημιουργήθηκε σε βάθος εκατοντάδων χρόνων από τη διείσδυση του βρόχινου νερού, το οποίο προκάλεσε τη σχισμή των ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Η ύπαρξη τού σπηλαιοβαράθρου ήταν γνωστή στους κατοίκους της Πύλης από τα παλιά χρόνια. Μάλιστα, επικρατούσε ο θρύλος ότι στο βάθος της σπηλιάς ζούσαν δράκοι. Οι άνθρωποι δεν έπρεπε να πλησιάζουν τη σπηλιά για να μην τους ξυπνήσουν, γιατί η οργή τους θα ήταν μεγάλη και θα κατρακυλούσαν από το βουνό πελώριους βράχους για να πλακώσουν το χωριό. Προφανώς, αυτός ο μύθος διαδόθηκε με σκοπό να τρομάζουν τα παιδιά και να μην πλησιάζουν τη σπηλιά, που ήταν επικίνδυνη. Οι τσοπάνηδες, που βοσκούσαν τα κοπάδια τους στον Ίταμο, κάλυπταν με κορμούς και κλαδιά δέντρων την είσοδο του βαράθρου για να αποφευχθεί η πτώση των ζώων.
Η πρώτη απόπειρα για την ανακάλυψη της σπηλιάς έγινε το 1961, από μια ομάδα τολμηρών εξερευνητών από την Πύλη. Στην επιχείρηση συμμετείχαν οι: Ευθύμιος Πλακιάς, Γιάννης Μπατσικώστας, Γιάννης Ντούβλης, Βασίλης Δημητρίου και Χρήστος Παπαγεωργίου. Για την κατάβαση χρησιμοποιήθηκε το τρακτέρ Hanomag του Γιάννη Μπατσικώστα, που ήταν παρκαρισμένο στον δρόμο προς την Γκούρα, συρματόσκοινα, σχοινιά, παλάγκο και καζάνι. Στην είσοδο της σπηλιάς στήθηκε μια ξύλινη σκαλωσιά. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν αναμμένες δάδες για να υπάρχει ορατότητα και για τον έλεγχο του οξυγόνου. Πρώτος κατέβηκε στο βάραθρο ο Βασίλης Δημητρίου, ο οποίος έφτασε περίπου στα 35 μέτρα βάθος.
Στη συνέχεια κατέβηκε ο Χρήστος Παπαγεωργίου που έκανε περίπου την ίδια απόσταση. Οι ερασιτέχνες σπηλαιολόγοι περιέγραψαν με ενθουσιασμό τις εντυπώσεις τους για τα όσα αντίκρισαν μέσα στο σπηλαιοβάραθρο. Είπαν ότι η σπηλιά ήταν σκοτεινή και υπολόγισαν το βάθος στα 116 μέτρα.
Επίσης, στην νότια πλευρά του βαράθρου (κατεύθυνση προς Γκούρα) είδαν μια αίθουσα με σταλακτίτες και σταλαγμίτες2. Η είδηση της κατάβασης στην «Κουδουνότρυπα» διαδόθηκε σαν αστραπή στην Πύλη, και αποτέλεσε για αρκετό καιρό κύριο θέμα συζήτησης στα καφενεία και τα καπηλειά. Πάνω στην κουβέντα δεν έλειψαν και οι φανταστικές ιστορίες που μιλούσαν για κρυμμένο θησαυρό. Σύντομα το θέμα προκάλεσε το ενδιαφέρον της δημοτικής αρχής. Ο τότε δήμαρχος Πύλης Δημήτριος Μάντζιος, γνωστοποίησε την ύπαρξη της σπηλιάς σε πολιτικές αρχές και αρμόδιες υπηρεσίες, προβάλλοντας σοβαρούς λόγους για την εξερεύνηση της.
Πράγματι, στις 23–25 Φεβρουαρίου 1963, με απόφαση της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας (Ε.Σ.Ε.) και με χορηγία του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), αφίχθηκε στην Πύλη η πρώτη επίσημη αποστολή σπηλαιολόγων. Η ομάδα αποτελούνταν από τους: Ι. Ιωάννου, Θ. Ιγγλέση και Ν. Κανέλλη. Μετρήθηκε το βάθος του βαράθρου το οποίο υπολογίστηκε στα 120 μέτρα. Ωστόσο, δεν έγινε καμία απόπειρα για την εξερεύνηση του, επειδή δεν διέθεταν τα κατάλληλα μέσα και υλικά (βαρούλκο, κλπ) για την ασφάλεια της κατάβασης. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα (26 Ιουλίου 1978), έγινε στην «Κουδουνότρυπα» η πρώτη επίσημη εξερευνητική επιχείρηση με υπεύθυνο αποστολής τον Γ. Αβαγιανό.
Η συνολική διάρκεια της επιχείρησης κράτησε περίπου 6 ώρες και για την κατάβαση χρησιμοποιήθηκαν σχοινιά. Οι σπηλαιολόγοι υπολόγισαν το κατακόρυφο βάθος στα 93,4 μέτρα. Στο βάραθρο κατέβηκαν οι Πολωνοί R. Kujat και M. Dumnicki, κι από ελληνικής πλευράς οι: Γ. Αβαγιανός και Κ. Ζούπης. Ο χρόνος κατάβασης και ανάβασης ήταν περίπου 20 λεπτά για τον κάθε σπηλαιολόγο3.
Για την «Κουδουνότρυπα» της Πύλης αναφέρθηκε σε άρθρο του ο Αντώνης Μπαρτσιώκας, Καθηγητής Φυσικής Ανθρωπολογίας & Παλαιοανθρωπολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Συνοπτικά, οι πληροφορίες που δίνει είναι οι εξής: «Η είσοδος έχει άνοιγμα 4Χ6 μέτρα. Λίγο πιο κάτω υπάρχει ένα στένεμα, απ’ όπου αρχίζει η κατάβαση με σχοινιά. Κατεβαίνοντας, βλέπουμε ανατολικά ένα οριζόντιο άνοιγμα και προς τα δυτικά, παράλληλα με αυτό, να διανοίγεται ένα άλλο βάραθρο. Τα δύο βάραθρα χωρίζονται μεταξύ τους από μια φυσική γέφυρα.
Το βάραθρο δεν παρουσιάζει κάποιο διάκοσμο με σταλακτίτες, όπως αναφέρθηκε από τους κατοίκους. Όμως, η περιοχή που αυτό βρίσκεται μεταξύ της βιοσπηλαιολογικής ζώνης της Πίνδου και της νότιας Δειναρικής ζώνης, παρουσιάζει βιογεωγαφικό ενδιαφέρον. Επίσης, επειδή αποτελεί θαυμάσια παγίδα για τα ζώα που περνούν από εκεί αποκτά ιδιαίτερο παλαιοντολογικό ενδιαφέρον. Η γέννηση του βαράθρου πρέπει να συντελέστηκε σε τρία στάδια (διανοίξεως, αρχικού σχηματισμού με την εναπόθεση σταλακτικού υλικού στα δυτικά, και μεταγενέστερου σχηματισμού). Συμπερασματικά, χρειάζεται να γίνουν πιο διεξοδικές μελέτες (παλαιοντολογικές ανασκαφές, μετρήσεις και πειράματα) έτσι ώστε να αποσαφηνιστεί τελείως η ιστορία και η εξέλιξη του βαράθρου»4.
Στις 6-11 Ιουλίου 2011, ερεύνησε την περιοχή του Κόζιακα ο σύλλογος Σπηλαιολογίας Θεσσαλονίκης «Πρωτέας». Ομάδα σπηλαιολόγων του «Πρωτέα» επισκέφτηκε στις 8 Ιουλίου 2011 την «Κουδουνότρυπα» της Πύλης. Για την έρευνα του σπηλαίου αναφέρονται τα εξής: «Το βάραθρο διανοίγεται σε ωολιθικούς ασβεστόλιθους του Δογγερίου της Ενότητας Κόζιακα. Το βάθος του υπολογίστηκε στα 115m. Η είσοδός του είναι αρχικά κατωφερής και οδηγεί σε στόμιο διαστάσεων 4x6m (μήκος x πλάτος). Στη συνέχεια ακολουθεί βαραθρώδη διαδρομή βάθους 105m. Η μορφή που έχει η κατακόρυφη διαδρομή είναι καμπανοειδής με στενό στόμιο στα πρώτα μέτρα και που ανοίγει στη συνέχεια»5.
Το σπηλαιοβάραθρο «κουδουνότρυπα» αποτελεί μνημείο της φύσης. Βρίσκεται κοντά στο οδικό δίκτυο και την Πύλη, πράγμα που το καθιστά εύκολα προσβάσιμο για περαιτέρω έρευνα και αξιοποίηση. Η παγκόσμια αναγνώριση του Γεωπάρκου Μετεώρων – Πύλης, συνιστά ευκαιρία για να αναδειχθεί ο γεωφυσικός πλούτος. Ο Δήμος Πύλης, οφείλει να προχωρήσει στην καταγραφή, αξιοποίηση και προβολή των φυσικών μνημείων της περιοχής. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι αναγκαία η συνεργασία με φορείς, όπως: η Σπηλαιολογική ομοσπονδία Ελλάδος, η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, κλπ. Επίσης, η μελλοντική διοργάνωση στην Πύλη ενός συνεδρίου σπηλαιολογίας, με ανακοινώσεις σχετικές για τα σπήλαια και βάραθρα της περιοχής, θα ήταν πρωτοβουλία με θετικό πρόσημο. Αναμφίβολα, οι στοχευόμενες ενέργειες και δράσεις δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες και συμβάλουν στην αναπτυξιακή προοπτική του τουρισμού.
- Μ. Βαξεβανόπουλος, Νέοι γεωτουριστικοί προορισμοί στα Τρίκαλα, ΑΠΕ. (2011).
- Προφορικές πληροφορίες κατοίκων της Πύλης.
- Τα συμπεράσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας κατά τη διάρκεια του 1ου Πανελληνίου Σπηλαιολογικού Συμποσίου (11-13 Δεκεμβρίου 1981).
- Αντ. Μπαρτσιώκας, το εγκατακρημνισιγενές βάραθρο απορροφήσεως «Κουδουνότρυπα» Πύλης Τρικάλων, δελτίο Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, τ. 18, 1981-82, σσ. 411-417)
- Σπηλαιολογία Θεσσαλονίκης «ΠΡΩΤΕΑΣ», Θεσσαλονίκη, 2011.