Τρίτη, 28 Οκτωβρίου, 2025
ΑρχικήΒήμα των πολιτών"Ο πολυβολητής με τη γκάιντα", από τους Γόμφους, στο έπος του '40

“Ο πολυβολητής με τη γκάιντα”, από τους Γόμφους, στο έπος του ’40

- Διαφημήσεις -
- Διαφημήσεις -

Γράφουν η Βαρβάρα Γιώτα & Μαρία Αλέξου

Σε ένα πεδινό χωριό στον απέραντο θεσσαλικό κάμπο γεννήθηκε ένα αδύνατο, ξανθόμαλλο αγόρι με γαλανά μάτια. Σε μικρή ηλικία, όταν τελείωσε το δημοτικό, έγινε βοσκός. Μεγαλωμένος έξω στη φύση έβοσκε τα πρόβατά του στις καταπράσινες βουνοπλαγιές και στα χλοερά λιβάδια.

Παθιασμένος με ό,τι έκανε και με κλίση και στη μουσική και την οργανοποιία, έφτιαξε μόνος του μια γκάιντα, τη γκάιντα του που λάτρευε και ποτέ δεν αποχωριζόταν. Ο χρόνος κυλούσε ανέμελα, η καθημερινότητα απλή, και οι μέρες περνούσαν ειρηνικά και ήσυχα. Καθημερινά έπαιρνε το κοπάδι με τα πρόβατα, τους πιο πιστούς συντρόφους του, κρεμούσε τη γκάιντα του στον ώμο και μαζί ανηφορίζανε προς τον λόφο έξω από το χωριό.

Εκεί, όσο τα πρόβατα έβοσκαν ξυπνώντας τη φύση με τον ήχο των κουδουνιών τους, εκείνος ανέβαινε στην κορυφή, αγνάντευε τον απέραντο κάμπο που απλωνόταν στα πόδια του, έπιανε τη γκάιντα του και έπαιζε γλυκούς, χαρούμενους σκοπούς. Τότε τα αηδόνια, οι σειρήνες των δασών, με το γλυκόλαλο κελάηδημά τους μπαίναν κι εκείνα στον χορό.

Οι βουνοπλαγιές και οι λαγκαδιές αντιλαλούσαν από το μουσικό αυτό συναπάντημα. Μια φεγγαρόλουστη βραδιά, ενώ τα πρόβατα κοιμούνται στη στάνη τους, εκείνος αποκαμωμένος γέρνει στον κορμό ενός δέντρου. Τα τριζόνια τον νανουρίζουν και γλυκά αποκοιμιέται. Η μάνα γη τον αγκαλιάζει και το φως του φεγγαριού τον σκεπάζει ζεστά μέχρι η νύχτα να φύγει.

Ξημερώνει και ο διαπεραστικός ήχος της σάλπιγγας σημαίνει το εγερτήριο. Ξυπνά, ανοίγει τα μάτια του και αρχίζει να ψάχνει για τους συντρόφους του. Τα πρόβατά του δεν είναι πια εκεί, δεν βλέπει ούτε τη στάνη, ο κορμός του δέντρου όπου έγειρε μεταμορφώθηκε σε ένα σκληρό άσπρο δέρμα που έμοιαζε με μαξιλάρι, δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε δάσος, δεν είναι καν πάνω στον λόφο, και από κάτω λείπει ο κάμπος, η απέραντη πεδιάδα.

Τα αηδόνια δεν πλησιάζουν και το μόνο που ακούγεται είναι τα βαριά ποδοβολητά και ο συντονισμένος ήχος από βραχνές, βροντερές φωνές. Τώρα άκουσε να φωνάζουν συντρόφους κάτι νεαρά παιδιά και άντρες ντυμένους με ρούχα που του θύμιζαν τους κορμούς των δέντρων και το δάσος που δεν ήταν πια εκεί.

Το τοπίο ήταν ένας κοιτώνας όπου δεν αναπαυόταν πια η φύση αλλά μια ομάδα στρατιωτών που έπειτα από άσκηση έπεφταν για ύπνο σε θαλάμους με σιδερένια κρεββάτια στοιβαγμένα το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο. “Η γκάιντα μου.. δε μπορεί..”, πετάχτηκε απότομα από το κρεββάτι και άρχισε να την ψάχνει. Γύρισε πίσω του και την είδε στο σημείο που είχε γείρει το κεφάλι του. “Τουλάχιστον είσαι εσύ εδώ”. Μετά από κάθε άσκηση, τις ώρες της ανάπαυλας την έπαιρνε στην αγκαλιά του και άρχιζε να τη χαϊδεύει παίζοντας νοσταλγικούς σκοπούς του τόπου του.

Οι σύντροφοί του στον θάλαμο μαζεύονταν γύρω του και τον άκουγαν σιωπηλά. Ο παραπονιάρικος ήχος της γέμιζε τα μάτια τους με δάκρυα, μα τα δικά του μάτια πλημμύριζαν πάντα πρώτα.. πιστή του συντροφιά η γκάιντα του, δεν την άφηνε ούτε την ξεχνούσε ποτέ, μα και το πολυβόλο ήταν κι εκείνο τώρα πιστός του σύντροφος, με ήχο γνώριμο πια κελαηδούσε κι αυτό στα χέρια του..

Ο ήχος της σάλπιγγας ηχεί ξανά, αυτή τη φορά πιο δυνατά και επίμονα. Κοιτάζει γύρω τους αγαπημένους του συντρόφους και θυμάται πάλι το κοπάδι με τα πιστά του πρόβατα. Ο ήχος της σάλπιγγας ακούγεται πάλι, τώρα ακόμη πιο δυνατός. Ξανακοιτάζει τους συντρόφους του μα τώρα αυτό που βλέπει του θυμίζει μια αγέλη λύκων που προετοιμάζεται για να καταβροχθίσει τον εχθρό.

Ο πόλεμος έχει φτάσει πια έξω από τα τείχη, η χώρα πολιορκείται απ’ τον εχθρό. Ήρθε η ώρα που ο νεαρός βοσκός, εκείνο το παιδί που ζούσε όλη τη ζωή του ειρηνικά, μέσα στην απέραντη γαλήνη και ηρεμία της φύσης, έπρεπε να σταθεί πίσω από τα όπλα, να γίνει εκείνο το ανήμερο θεριό που ζητά η άγρια φύση του πολέμου. Το πολυβόλο γίνεται το ίδιο του το χέρι, μα εκείνος δε δειλιάζει στιγμή.

Ατρόμητος στη μάχη δεν κάνει πίσω, ακόμα και στις διαταγές για υποχώρηση μόνος προχωρά μπροστά δίχως δισταγμό. Παρασημοφορείται και παίρνει τον βαθμό του δεκανέα. Όμως υπάρχει κάτι που δεν τον αφήνει να ξεχάσει τη νεαρή, αθώα του ψυχή. Στον απόηχο της μάχης αποκαμωμένος γέρνει σ’ έναν βράχο, μπαρουτοκαπνισμένος αφήνει το πολυβόλο, πιάνει τη γκάιντα του και αρχίζει να παίζει.. στην αρχή με πάθος, γοργά, με ζωηράδα ύμνους νικητήριους, ευχαριστήριους ύστερα, στον Δημιουργό και Πλάστη.

Μα φτάνει η ώρα για τη μεγάλη μάχη, η ώρα να υπερασπιστούν το ύψωμα 731, η πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου είναι πια εδώ.

Το ύψωμα ήταν στα βουνά της Κλεισούρας, σημείο στρατηγικής σημασίας που αν έπεφτε, θα άνοιγε τον δρόμο στους Ιταλούς για την κατάκτηση της Ελλαδας. Στην κρίσιμη αυτή μάχη παρευρέθηκε και ο ίδιος ο Ντούτσε, ο Μουσολίνι παίρνει θέση για να παρακολουθήσει τη μάχη.

Παίρνει όμως κι εκείνος το πολυβόλο του και ρίχνεται άφοβα στον αγώνα. Σκόνη, αντάρα και φωτιά, η ατμόσφαιρα βαριά απ’ τους καπνούς, αποπνικτική, παγιδευμένη σε έναν καταιγισμό από πυρά και χειροβομβίδες που πέφτουν σαν βροχή, σ’ ένα τοπίο που δε θυμίζει σε τίποτα εκείνον τον δασωμένο λόφο με τα πελώρια δέντρα. Τα συρματοπλέγματα διαλύονται, οι πολυβολητές προσπαθούν να προστατέψουν τα πολυβόλα από τις πέτρες και τα βράχια που γκρεμίζονται ένα-ένα. Μέσα σε μόλις δύο ώρες το τοπίο απογυμνώνεται, το ύψος του λόφου πέφτει, αλλά το ύψωμα στέκει ακόμα εκεί, όρθιο κι απόρθητο το βαστά η αδούλωτη ελληνική ψυχή.

Εφτά μέρες κράτησε η τιτάνια μάχη, μα την τελευταία ο σημαιοφόρος καρφώνει την σημαία στην κορυφή του λόφου κι εκείνη κυματίζει υπερήφανη! Το κόκκινο και το μαύρο της κόλασης γίνεται πια εκείνος ο ουρανός που φορά τα χρώματα της ελληνικής σημαίας, λευκογάλαζη πνοή πάνω από τον λόφο, ό,τι πήγαινε εξαρχής στην όψη του υψώματος.

Ο νεαρός βοσκός αφήνει το πολυβόλο και αρχίζει να τρέχει προς το πιο ψηλό σημείο του λόφου. Τρέχουν πίσω του και οι σύντροφοι, μια βροντερή ιαχή “ΑΕΡΑΑ” αντηχεί στις βουνοπλαγιές. Ανεβαίνει στην κορυφή, αγναντεύει τη θέα της ελευθερίας που απλώνεται γύρω τους παντού, πιάνει τη γκάιντα του και αρχίζει να παίζει τους πιο γλυκούς και χαρούμενους σκοπούς. Οι σύντροφοι μαζεύονται γύρω του και αμέσως στήνουν τον χορό, χορό νίκης κάτω από τον ήχο των παιάνων.

Το ύψωμα 731 γίνεται οι Θερμοπύλες του ’40 και οι υπερασπιστές του, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι του λαού μεταμορφώνονται από ταπεινές και άσημες μορφές σε πρότυπα ηρωικά.

Ο αγώνας συνεχίζεται, ο νεαρός βοσκός δεν αφήνει το πολυβόλο από τα χέρια του, τα χέρια του που τώρα ματώνουν, το πολυβόλο που βαστά βάφεται από το ίδιο του το αίμα μα εκείνος δεν το αφήνει, γαντζώνεται πάνω του.. “Σωτήρη κράτα γερά, έρχομαι..”, ακούγεται η φωνή ενός συντρόφου. Το στήθος του, εκείνο που ως τώρα φυλούσε τον πόθο για τη σωτηρία, γίνεται πια μια ανοιχτή πληγή που ματώνει και αιμορραγεί.. μια ομίχλη πυκνή απλώνεται στα μάτια του, όλα χάνονται, σβήνουν…

Τα ανοίγει πάλι και θολωμένος κοιτάζει γύρω. Όλα άσπρα και παγερά.. Προσπαθεί να σηκωθεί, ένα πνιχτό βογκητό πόνου τού ξεφεύγει. Η νοσοκόμα τού χαμογελάει και του λέει πως όλα θα πάνε καλά. Τώρα πέφτει και βυθίζεται πάλι σε έναν ύπνο βαθύ, λυτρωτικό ..

Ξυπνάει, με δυσκολία ανασαίνει, με κόπο κουνά τα χείλη του και ψιθυρίζει “η γκάιντα μου..”

Η νοσοκόμα την παίρνει και την ακουμπάει στο στήθος του, εκείνος τη χαϊδεύει και φυσάει με όση δύναμη τού απομένει… ένας ήχος γλυκός, απόκοσμος απλώνεται, στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο αχνό, ένα δάκρυ κυλάει και ύστερα σιωπή…

Σσσς, οι ήρωες κοιμούνται.

Στρατιώτης Γιώτας Σωτήριος

Τόπος γέννησης: Γόμφοι Τρικάλων

5ο Σύνταγμα Πεζικού

1ος λόχος

πολυβολητής, υπερασπιστής του θρυλικού υψώματος 731, όπου έγινε μία από τις πιο φονικές μάχες του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου

Αιωνία η μνήμη του..

- Διαφημήσεις -
Epilogi-banner
TEl-Panagiotu Xristakos-Aimilios-Nea A-Adamopoulos Tziortziotis-gif tegos-teletes
- Διαφημήσεις -
Pallantza-B-NEO Kalyvas-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CF%83 TIMBRADOS-Giotas-S Balkizas Kostakis-Zootrofes-280-X-135 Kelari-gif
ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
- Διαφημήσεις -

Δημοφιλέστερα