Hl Giannakopoulos

Αγαπητοί φίλοι της Πιαλείας

Φίλοι συγχωριανοί

Σεβαστοί γέροντες και γερόντισσες

 

Βρισκόμαστε πάλι εδώ σήμερα για να γιορτάσουμε μαζί τη δική σας Ημέρα.

Μία ημέρα που δεν πρέπει να εμπεριέχει την υποκρισία για τη «δήθεν» φροντίδα προς εσάς, αλλά τον ειλικρινή σεβασμό που σας ανήκει.

Βέβαια θα πει κάποιος πως «ο σεβασμός δεν επιβάλλεται, αλλά υποβάλλεται, κερδίζεται».

Νομίζω, όμως, πως όλοι και όλες εσείς στη μάχη της ζωής κερδίσατε και πετύχατε όσα έπρεπε και όσα μπορούσατε.

Βέβαια δεν ζητιανεύετε κάτι που σας ανήκει αξιωματικά. Η φροντίδα και ο σεβασμός των παιδιών και των άλλων προς τους γονείς αποτελεί «αξίωμα» και δεν χρειάζεται «επιχειρήματα».

            Παλέψατε, εργαστήκατε, δημιουργήσατε. Κερδίσατε τη μάχη του χρόνου. Μένει να κερδίσετε και τη Ζωή.

Γιατί η ζωή δεν ορίζεται από τα τόσα χρόνια πέρασαν, αλλά από το «πως έζησα» αυτά τα χρόνια.

Γιατί η ζωή δεν είναι μόνον η αναπνοή, αλλά η δημιουργία και η θέληση να αφήσουμε κάτι στους άλλους που θα έρθουν.

            Ζωή είναι η τέχνη να γνωρίζω, να αποκτώ εμπειρίες και να αισθάνομαι ότι αποτελώ ακριβό κομμάτι αυτού του κόσμου.

Η παρακάτω ιστορία υποδηλώνει σαφέστατα το πραγματικό νόημα της ζωής:

«Μια χειμωνιάτικη μέρα σε ένα θάμνο βρέθηκαν ένα σκουλήκι κι ένας κότσυφας. Προσπαθούσαν για ώρα να δημιουργήσουν μια ζεστή ατμόσφαιρα για να αντιμετωπίσουν το δυνατό κρύο. Συζητούσαν ήρεμα για τα προβλήματα και τους κινδύνους επιβίωσής τους. Μετά από κάποια ώρα ο κότσυφας κουρασμένος από την απραξία του λέει δυνατά στο σκουλήκι:

            «Εγώ βαρέθηκα τόση ώρα να κάθομαι εδώ κάτω από το θάμνο ακίνητος και άπρακτος. Θα πετάξω για λίγο να ξεμουδιάσω και θα επιστρέψω». Το σκουλήκι διαφώνησε με τον κότσυφα και του πρότεινε να αποφύγει το πέταγμα, γιατί κινδύνευε από κάποιον κυνηγό. «Καλά περνάμε εδώ. Ζεστά και ήρεμα. Εξάλλου δεν φοβάσαι τους κυνηγούς; Κινδυνεύεις…».

            Ο κότσυφας αψήφησε τη συμβουλή του σκουληκιού και πέταξε. Μετά από λίγο κάποιος κυνηγός σημαδεύει τον κότσυφα και τον πυροβολεί. Ο κότσυφας βαριά χτυπημένος, χάνει ύψος και σωριάζεται ημιθανής δίπλα στο φοβισμένο σκουλήκι. Φαίνεται να ξεψυχά.

            Τότε το σκουλήκι του λέει: «Είδες που σου το ‘λεγα. Κινδυνεύεις. Ορίστε τώρα. Σε λίγο θα πάψεις να ζεις. Γιατί δεν με άκουσες; Καλά δεν περνούσαμε εδώ κάτω από το θάμνο;».

            Ο κότσυφας λίγο οργισμένος από τα λόγια του σκουληκιού και πριν εκπνεύσει του λέει: «Άκουσέ με σκουλήκι…. Εγώ πέταξα, είδα.. έζησα… Εσύ τι έκανες;…. Μια ζωή εδώ στο χώμα ακίνητο και φοβισμένο. Σκουλήκι μια ζωή….» Σε λίγο ο κότσυφας ξεψύχησε και έβαλε σε σκέψεις το σκουλήκι…Μια ζωή σκουλήκι….»

            Γερόντισσες και Γέροντες

Εμείς σας βλέπουμε όχι ως ενόχληση αλλά ως συνταξιδιώτες στο μακρινό ταξίδι.

Λένε πως «αρχίζει κανείς να γερνά, όταν οι άλλοι του φέρονται σαν να είναι γέρος».

Εγώ χαίρομαι που είμαι μαζί σας, γιατί:

Δεν θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο χωρίς τη ζωντανή έκφραση της παράδοσης, τους ηλικιωμένους. Όταν βαδίζω μπροστά, έχω ανάγκη να κοιτάζω πίσω «Ανέβηκα στους ώμους των προγόνων μου για να δω μακρύτερα».

            Χρειάζομαι τα χαρακωμένα πρόσωπα των γερόντων, τις ιστορίες τους, τα όνειρά τους που διαψεύστηκαν, τις ατέλειωτες εξομολογήσεις τους για όσα έζησαν, τις υπερβολές τους, τα παραμύθια τους και βέβαια εκείνες τις λέξεις που μας φώτισαν και μας δίδαξαν.

Γι’ αυτό..

            Όταν θυμάμαι τα παραμύθια και τις ιστορίες του παππού μου και της γιαγιάς μου, νιώθω ξαφνικά απογοητευμένος από την αδυναμία μου να πω τα ίδια στα δικά μου εγγόνια και

Όταν ακούω τους ξωμάχους της ζωής να επαινούν τους νέους για τις ιδέες και τα επιτεύγματά τους, τότε αισθάνομαι χαρούμενος, γιατί αυτό σημαίνει π ρ ό ο δ ο ς.

Δηλαδή, προοδευτικό είναι αυτό που ξεπερνά το παλιό και ταυτόχρονα υπηρετεί τον άνθρωπο και την αξιοπρέπειά του.

Αυτό ακριβώς πρέπει να είναι και η βάση κάθε ιδεολογίας. Διαφορετικά, οτιδήποτε άλλο είναι ι δ ε ο λ ό γ η μ α.

Ο άνθρωπος είναι χρήσιμος σε κάθε στάδιο της ηλικίας του. Είναι λάθος οι ηλικιωμένοι να αντιμετωπίζονται ως βάρος.

Η παρακάτω ιστορία καταγράφει ανάγλυφα όλα τα παραπάνω:

«Στα παλιά χρόνια στην Ιαπωνία οι γέροι που δεν μπορούσαν πια να εργαστούν μεταφέρονταν στα βουνά και αφήνονταν εκεί μόνοι. Αυτός ήταν ο νόμος. Ο νόμος άλλαξε χάρη στην αγάπη ενός γιου και τη σοφία του πατέρα του. Τα ονόματά τους δε διασώθηκαν.

            Όταν ήρθε η ώρα ο γιος να μεταφέρει και να εγκαταλείψει τον πατέρα του στο βουνό, τον πήρε στην πλάτη του και άρχισε να εισχωρεί στη δασωμένη βουνοπλαγιά. Ο πατέρας, γεμάτος έγνοια για το παιδί του, κάθε τόσο έσπαγε ένα κλαδάκι και το άφηνε χάμω στο μονοπάτι για να μη χάσει το δρόμο της επιστροφής ο γιος.

            Όταν έφτασαν ψηλά μέσα σ’ ένα φαράγγι κι ο γιος κατέβασε τον γέροντα από την πλάτη του, εκείνος του είπε να ακολουθήσει τα κλαδιά: έτσι ούτε το δρόμο θα έχανε ούτε θα καθυστερούσε. Συγκινημένος από τη φροντίδα του πατέρα του ο γιος τον ξανάβαλε στην πλάτη κι επέστρεψε σπίτι τους. Αν τους ανακάλυπταν οι άνθρωποι του ντάιμιο (μεγάλος άρχοντας), θα τους τιμωρούσαν και τους δυο πολύ αυστηρά. Αλλά ο γιος, αποφασισμένος για όλα, έσκαψε μια υπόγεια σπηλιά στην πίσω αυλή κι έκρυψε το γέροντα εκεί, φροντίζοντας για την τροφή και τις ανάγκες του.

            Μια μέρα ήρθε μήνυμα στο χωριό πως ο ντάιμιο ζητούσε σκοινί από στάχτες. Το είχε δει σε όνειρο και έπρεπε να το έχει. Κανένας από τους χωρικούς δεν ήξερε πώς να φτιάξει κάτι τέτοιο. Κανένας σε ολόκληρη την επικράτεια δεν μπόρεσε να το φτιάξει. Μόνο ο γέροντας στην υπόγεια σπηλιά είπε στο γιο του: «Στερέωσε σ’ ένα μακρύ, φαρδύ σανίδι ένα κομμάτι σκοινί ζικ – ζακ και κάψε το».

            Ο γιος το παρουσίασε στον άρχοντα κι αυτός, ευχαριστημένος, τον επαίνεσε για την εξυπνάδα του και τον αντάμειψε.

            Λίγο αργότερα, ο ντάιμιο του έστειλε ένα ομοιόμορφο κοντάρι από μπαμπού και του ζήτησε να βρει σε ποια άκρη ήταν αρχικά η ρίζα. Ο γιος το έδειξε στον πατέρα του και ζήτησε τη γνώμη του. «Ω, είναι απλό», είπε ο γέροντας. «Βάλτο αργά σε νερό και η άκρη που τείνει προς τα κάτω είναι η ρίζα – η άλλη που τείνει να βγει πάνω από το νερό είναι η κορυφή». Ο γιος το έκανε και, πηγαίνοντας στο παλάτι, έδωσε στον άρχοντα το αποτέλεσμα.

            Ο ντάιμιο εντυπωσιάστηκε πάλι.  Αμέσως όμως παρουσίασε ένα τρίτο πρόβλημα. Ζήτησε από το χωρικό να του φτιάξει ένα ταμπούρλο που ηχεί δίχως να χρειάζεται να το χτυπά κανείς.

            Ο γιος συμβουλεύτηκε πάλι τον πατέρα του. «Πήγαινε να αγοράσεις δέρμα» είπε εκείνος. «Μετά φέρε από το βουνό ένα μελίσσι». Όταν ο γιος εκτέλεσε τις παραγγελίες, ο γέρος έφτιαξε ένα τύμπανο με το μελίσσι από μέσα και είπε στο γιο να το πάει στο ντάιμιο. Όταν ο ντάιμιο το πίεσε λίγο, οι μέλισσες μέσα κουνήθηκαν και ξαφνιασμένες πέταξαν στα τυφλά χτυπώντας στο δερμάτινο τοίχωμα που, φυσικά, βούιξε. Έτσι το ταμπούρλο ηχούσε χωρίς να το χτυπά κανείς.

            Κι ο άρχοντας ομολόγησε τη μεγάλη του έκπληξη στο πως μόνο αυτός ο χωρικός σε όλη την επικράτεια μπόρεσε να λύσει τα προβλήματα.

            «Άρχοντά μου» αποκρίθηκε ο χωρικός, «εγώ είμαι πολύ νέος για να έχω την πείρα και τη σοφία να λύσω τέτοια προβλήματα. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους κατοίκους της περιοχής μας. Μόνο κάποιος πολύ γηραιότερος θα μπορούσε να το κάνει. Η αλήθεια είναι πως εγώ βρήκα όλες τις λύσεις χάρη στη βοήθεια του πατέρα μου που είναι μεγάλος σε ηλικία κι έχει την απαραίτητη πείρα και σοφία». Μετά, με τη σκέψη της πιθανής τιμωρίας, συνέχισε δακρύζοντας: «Δεν άντεξα να αφήσω το γέροντα πατέρα μου στο βουνό να πεθάνει μόνος κι αφρόντιστος. Τον έκρυψα στο σπίτι μας. Εκείνος βρήκε αυτές τις λύσεις».

            Ο άρχοντας εντυπωσιάστηκε. Καταλαβαίνοντας ξαφνικά πόσο πολύτιμοι για τη χώρα θα ήταν οι γέροντες με την πείρα και τη σοφία τους, αντέστρεψε το νόμο. Από τότε κι έπειτα απαγορεύτηκε στους ανθρώπους να εγκαταλείπουν τους γέροντες πατέρες τους στην άγρια ερημιά των βουνών».

Load More Related Articles
Load More In Κοινωνικά
Comments are closed.

Check Also

Την Παρασκευή 6/10 η κεντρική ομιλία του Βάιου Καλύβα στη Μουριά