basket

 

Κοιτάζοντας την παραπάνω φωτογραφία, αυτή του ανακαινισμένου γηπέδου μέσα από το  αξιόλογο site σας, πόσα συναισθήματα και πόσες στιγμές, χαρές, αναμνήσεις, αγωνίες, φωνές και ωραία χρόνια  ξεπροβάλλουν μέσα από αυτή!

Τι να πρωτοθυμηθώ;

Την στιγμή της αρχικής κατασκευής του (με επιφύλαξη 1983); Τότε, παρόλο που κάποιοι γκρίνιαζαν για την προχειρότητα και την επιλογή των υλικών κατασκευής (πίσσα) και της τοποθεσίας (δάσος, μακριά από κέντρο), στα παιδικά μου μάτια το γήπεδο αυτό έλαμπε σαν ΠΑΛΕ ΝΤΕ ΣΠΟΡ, γιατί μέχρι τότε το μπάσκετ στο χωριό παιζόταν άτεχνα στις σκαλωσιές και στο χώμα του παλιού λυκείου (σημερινό δημαρχείο) ή στις γειτονιές με πλαστικές μπάλες και με αυτοσχέδιους σιδερένιους τροχούς καρφωμένους σε δέντρα ή τοίχους ή ακόμα καλύτερα σε κολώνα της ΔΕΗ, λόγω της λάμπας που φώτιζε τη νύχτα.

Θα πρέπει να επισημάνω εδώ ότι είχα και εγώ τότε, όπως όλα σχεδόν τα παιδιά στις αυλές τους και το δικό μου κλειστό γήπεδο μπάσκετ, στο υπόγειο του σπιτιού, με μπασκέτα ένα σίδερο-τσέρκι που χρησιμοποιούσαν οι οικοδόμοι για σινάζι, το οποίο το πέρασα ανάμεσα σε δύο τρύπες από τούβλα και για διχτάκι ένα κόκκινο δίχτυ, στο οποίο έβαζαν οι παραγωγοί πατάτες και το οποίο ξέμεινε κάποια Παρασκευή στη λαϊκή.

Τον Παναγιώτη, τον Θωμά και τα άλλα παιδιά; Έφηβοι τότε και πρωτεργάτες στην ίδρυση ομάδας μπάσκετ, με μια μπογιά και μέτρο έβαψαν με μαεστρία και μεράκι τις γραμμές του γηπέδου και στο τέλος τοποθέτησαν, όπως την κορώνα στο κεφάλι του βασιλιά, το πρώτο διχτάκι (τρίχρωμο) στις μπασκέτες και έτσι άρχισε και στο χωριό η βασιλεία του μπάσκετ, η οποία χάρη σε κάποια άλλα μεγάλα παιδιά (Γκάλης, Γιαννάκης κλπ.) απογειώθηκε.

Το γήπεδο μπάσκετ έγινε αμέσως σημείο κατετεθέν. Ειδικά τα καλοκαίρια ήταν ένας πολυσύχναστος από κάθε λογής κόσμου χώρος. Πρώτοι θαμώνες φυσικά εμείς (εγώ, ο Δημήτρης, ο Ηλίας, ο Γιώργος κλπ), πιτσιρικάδες 12 χρονών τότε, που για να προλάβουμε να ρίξουμε κάνα σουτ πριν έρθουν οι άπληστοι μεγάλοι (δεν χόρταιναν με τίποτα και μας έτρωγαν όλη τη μέρα)  πηγαίναμε πριν τις 17:00 μ.μ.

Πρώτος έφτανα, με μοναδική προστασία απέναντι στον ντάλα ήλιο την αριστερή παλάμη κολλημένη σαν πέργκολα στο μέτωπο και τελευταίος έφευγα και όταν καταλάβαινα ότι είμαι μόνος μου, από τον παιδικό φόβο της νύχτας και του νεκροταφείου, τα πόδια από το τρέξιμο φτάνανε στους ώμους, ώσπου να φτάσω και να χαλαρώσω στα πρώτα κατοικήσιμα σπίτια (του Μπρουσιάκη, Παπασπύρου και Βλάχου). Για τη συνεχή μου αυτή παρουσία οι μεγαλύτεροι με αποκαλούσαν απουσιολόγο και έτσι απέκτησα και απουσιολόγιο: μια μπάλα spalding, την πρώτη και μοναδική μπάλα που είχε επίσημα η νεοσύστατη μπασκετική ομάδα (Γ.Σ.Π.).

Αν δεν με απατά η μνήμη πρέπει να ήταν δωρεά ενός παιδιού από Αθήνα (αργότερα εμφανίστηκαν κάμποσες, μάρκα molten, ελέω του θριαμβευτικού και προσοδοφόρου ευρωμπάσκετ του 1987, αλλά καμία σχέση με την πρώτη που ήταν πραγματικά σκύλος-δεν πάθαινε τίποτα-), που όφειλα να την πάω στο γήπεδο κάθε ημέρα, να την προσέχω και κατά την μεταφορά να μην τη χτυπάω στο δρόμο. Κατά τις 18:00 άρχιζε το γήπεδο να γεμίζει και οι δύο μπασκέτες και τα ταμπλό τραντάζονταν από τα χιλιάδες σουτ και περίπου κατά τις 18:30 εμφανίζονταν οι πιο μεγάλοι και όταν άρχιζε να πέφτει ο ήλιος, δηλ. κατά τις 19:00 με 19:30, οι βεντέτες.

Τότε λοιπόν ξεκινούσαν τα διπλά (κανονικά ματς 5-5 και αλίμονο σε αυτόν που έπαιζε διαιτητής) τα οποία τελειώνανε (;) λίγο πριν τις 21:00, πάντα με νεύρα, φωνές, κλεψιές στο μέτρημα, βρισιές και καμιά φορά και κλωτσιές (η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή για τους θεατές) και έτσι μέχρι τις 21:30 που έπεφτε απειλητικά το σκοτάδι στο γήπεδο προλαβαίναμε μόνο ένα δεκάλεπτο ΄΄μονό΄΄ (σε μια μπασκέτα 3-3 ή 4-4) και κάνα σουτάκι μπας και χορτάσουμε, αλλά μάταια. Χορταίνουν παιχνίδι τα παιδιά;

Το γήπεδο δεν ήταν μόνο ένας χώρος άθλησης αλλά ένας από τους πιο σημαντικούς χώρους κοινωνικοποίησης. Από εδώ ξεκινούσαν, πριν ακόμα στεγνώσει το φρεσκολουσμένο και στην πένα χτενισμένο μαλλί και τσαλακωθεί το τζιν, οι περαντζάδες της νυχτερινής διασκέδασης, για να συνεχιστούν στα ηλεκτρονικά, τις καφετέριες και τον ΄΄ΝΕΡΟΜΥΛΟ΄΄ που τότε ζούσαν μοναδικές  στιγμές και σε όποιον είχε ρόδα στο ΜΟΥΖΑΚΙ (λόγω ότι εκεί είχε περισσότερο ΄΄τάμπα-τούμπα΄΄), για να τελειώσουν λίγο πριν ακουστούν τα κοκόρια με σάντουιτς στα after φαστφουντάδικα, τα οποία  παρέμειναν υπομονετικά για να ικανοποιήσουν μαζί με την τσέπη τους τα νηστικά και γεμάτο από ξύδια (μπύρες, σφηνάκια, ρούμι και τζιν για ανεβασμένα πορτοφόλια κλπ) νεανικά στομάχια, με κύριο θέμα ανάμεσα στους μπασκετικούς τι άλλο πέρα από το μπάσκετ και την υπόσχεση ότι αύριο το απόγευμα θα πέσουν κορμιά στο γήπεδο.

Από εδώ και με την παρουσία και του ωραίου φύλου, που με την πτώση του ηλίου έκανε δειλά την εμφάνισή του, άρχιζαν να κλείνονται ματιές & υποσχέσεις ενώ για τις μητέρες και τις γιαγιάδες το γήπεδο αποδείχτηκε τελικά ένας καλύτερος χώρος βόλτας, ηρεμίας και παιχνιδιού για τα μωράκια από αυτόν της πλατείας με τις κούνιες.  Επίσης, από εδώ μαθαίναμε όλα τα νέα του χωριού (ποιος ήρθε, ποιος τσακώθηκε, πόσο κόσμο είχαν τα μαγαζιά και τι έγινε κλπ) καθώς και τη μόδα της εποχής, λόγω της παρουσίας πολλών παιδιών από Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Μαθημένοι εμείς να φοράμε συνέχεια τα φτηνά και κουρελιασμένα από τις λάσπες του χειμώνα zita ellas και strike (να είναι καλά τα παζάρια και τα γραφικά τσαγκάρικα της εποχής που είχαμε κι αυτά) αντικρίζαμε με δέος και ζήλια τα αστραφτερά  & ολοκαίνουργα adidas, nike, pony, reabook, all star κλπ που φορούσαν παιδιά που τα βλέπαμε μόνο Ιούλιο & Αύγουστο και έτσι κάναμε όνειρα για το πόσο πολλά υποσχόμενη και φωτεινή θα πρέπει να είναι η ζωή στην πόλη (μάθε παιδί μου γράμματα να γίνεις φοιτητής) απέναντι στην περιορισμένη ζωή του χωριού.

Από εδώ κλείνανε οι μεγάλοι και τα περίφημα στοιχήματα (μια ΄΄μόκα΄΄ ρόφημα από την καφετέρια του Τσιώλη ή ένα γλυκό σπάτουλα ή εκμέκ από τα ζαχαροπλαστεία του Καραμπέρη ή Εντελβάις αντίστοιχα), τα οποία ο νικητής απολάμβανε επιδεικτικά ενώπιον του χαμένου. Τέλος, από εδώ  παρήχθησαν ένα σωρό χιουμοριστικές  ιστορίες, οι οποίες ακόμα και σήμερα αποτελούν ανέκδοτα, ατάκες και άφθονο γέλιο. Μέσα απ’ αυτές τις ιστορίες οι περισσότεροι απέκτησαν και παρατσούκλια τα οποία όχι μόνο δεν αλλοιώθηκαν στο χρόνο (παγκράσκιν, μπαούλος, παππούς, ντράζεν, τσιτάκιας, χοντρός, κοιμήσης, άνετος κλπ) αλλά και αντικατέστησαν μάλιστα και αυτά της νόμιμης ονοματοδοσίας.

Τα παρατσούκλια είχαν μια πολύ σημαντική αξία για τη ζωή και τους θαμώνες του γηπέδου. Ήταν η σφραγίδα, το συνθηματικό, το αίσθημα του ανήκειν και η καθομιλουμένη του γηπέδου, που ξεπερνούσε τα σύνορά του, εφόσον τα παρατσούκλια γίνονταν αμέσως αποδεκτά και ισχυρά σε κάθε άλλο κοινωνικό χώρο. Για να καταλάβετε την αξία τους σας αναφέρω ότι από τότε που απέκτησα και εγώ το δικό μου παρατσούκλι (tsiper, νονός μου ο Θωμάς, ο λεγόμενος μπαούλος), με αυτό με ξέρουν και με αποκαλούν στο χωριό οι περισσότεροι ακόμα και τώρα. Ακόμα και οι καθηγητές (για να ακριβολογώ οι ντόπιοι) στο σχολείο μέσα στο μάθημα με αυτό το παρατσούκλι με ανέφεραν.

Όπως κάθε χώρος κοινωνικοποίησης προσφέρει αξίες, νοοτροπίες και συμπεριφορές στα μέλη του έτσι και το γήπεδο μας προσέφερε σημαντικά στοιχεία στην προσωπικότητα και τον χαρακτήρα μας, στοιχεία που μας βοήθησαν καταλυτικά αργότερα στην εξέλιξή μας και κυρίως στη μεγάλη αλλαγή-προσαρμογή στην πόλη. Μας έμαθε να σεβόμαστε τον μεγαλύτερο, να εκτιμάμε τον καλύτερο, να μπαίνουμε σε ομάδες, να αποκτάμε ρόλους και να περιμένουμε με υπομονή τη δική μας ευκαιρία.

Μας έμαθε να γυμναζόμαστε, να ονειρευόμαστε, να επικοινωνούμε και να βλέπουμε τη ζωή απλά και στο ορθό ύψος και στις αποσκευές, στο άγνωστο και στον ελεύθερο χρόνο να έχουμε πάντα χώρο για μια μπάλα αντί για ουσίες που σκοτώνουν. Φοιτητής πια γύρω στα 1991,  γυρίζω για λίγες μέρες στο χωριό από την Αθήνα. Λίγους μήνες πριν είχα χάσει τη μητέρα μου και ο πατέρας μου και ο αδελφός μου ήταν εκτός χωριού.

Φτάνοντας στο σπίτι το μεσημέρι ήθελα να φύγω και τα νεύρα, η μοναξιά και η στεναχώρια με τσάκιζαν. Πήγα στο υπόγειο και βρήκα μια μπάλα του μπάσκετ και αμέσως πήγα στο γήπεδο. Εκεί βρήκα άλλα παιδιά. Μέσα από το παιχνίδι τα είπαμε, γελάσαμε, στη συνέχεια ξαναπαίξαμε και στο τέλος δώσαμε ραντεβού για έξω (΄΄στα μαγαζιά΄΄ όπως λέγαμε το έξω) και την άλλη μέρα ξανά και έτσι εκεί που έλεγα να φύγω γρήγορα πέρασα υπέροχα και κάθισα περισσότερες μέρες. Μεγάλη ψυχολογία το γήπεδο. Του χρωστώ πολλά και σε όποιον δεν του περισσεύει λεφτά για ψυχολόγους, ειδικά τώρα που απαγορεύονται οι συνωστισμοί και είναι κλειστές οι ταβέρνες και τα καφέ, το συστήνω ανεπιφύλακτα.

Δυστυχώς όμως όπως όλοι οι κοινωνικοί χώροι έχουν αδικίες, ανισότητες και σχέσεις εξουσίας έτσι και στο γήπεδο παρουσιάστηκαν τέτοια αμαρτήματα. Το γεγονός ότι οι δύο μπασκέτες του γηπέδου δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν έναν μεγάλο αριθμό παιδιών που διψούσαν για μπάσκετ, το λόγο είχαν πάντα οι μεγάλοι και οι βεντέτες, που ποσώς τους ενδιέφεραν  να μοιράσουν το χρόνο ή να κάνουν αλλαγές ή αν κάποιοι στεναχωριόταν που δεν έπαιζαν, ειδικά όταν αυτοί διέμεναν εκτός του κέντρου της Πύλης και δεν ήταν γνωστοί τους.

Δεν ήταν μυστικό και φαινόταν έντονα και στο σχολείο και στα μαγαζιά και έτσι πέρασε δυστυχώς και στο γήπεδο, ένας ρατσισμός των ντόπιων (έτσι λεγόταν οι εκ των δύο γονέων Πορτινοί) απέναντι σε παιδιά που ερχόταν από άλλες συνοικίες-μαχαλάδες και κυρίως τη ΜΟΜΑ, όπου η καταγωγή δεν ήταν από την Πύλη αλλά από τα χωριά του Κόζιακα. Όταν λοιπόν άναβε ο θυμός ξακουστή ήταν η φράση ΄΄Να πάτε να παίξετε στο γυμνάσιο (εκεί υπήρχε τότε ένα κακόγουστο και θεόστραβο γήπεδο μπάσκετ με τσιμεντένιο ταμπλό) εσείς΄΄. Τον βίωσα και εγώ από πολύ μικρό παιδί αυτό το χαζό πείραγμα δεδομένου ότι ο πατέρας μου ήταν από Καλόγηροι.

Τόσο στη γειτονιά, όσο στα μαγαζιά (κέντρο) αλλά και στο γήπεδο την ΄΄έτρωγα΄΄ και εγώ, ευτυχώς από λίγους και πιστεύω όχι κακοπροαίρετα, την πικρή αυτή καραμέλα: ΄΄ ί ρα  παλιοχωρίτ’ ΄΄. Τα ματς και τα στοιχήματα κλείνονταν όπως είπα εκ των προτέρων και όχι με σειρά προτεραιότητας και αξίας στο γήπεδο. Κυρίως το βράδυ στις καφετέριες ή το μεσημέρι στην παλιά γέφυρα με φραπέ και δηλωτή (παιχνίδι της τράπουλας, από τα πιο αθώα και μια κατηγορία παραπάνω από την ξηρή) και οι βεντέτες ήθελαν πάντα στην ομάδα τους συγκεκριμένους παίχτες, που επί το πλείστον ήταν οι κολλητοί τους, οι φίλοι τους ή ακόμα οι συγγενείς τους που ερχόταν με περγαμηνές από τις πόλεις.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο, οι ομάδες και βεντέτες αυτές απέκτησαν δικαίως από το ΄΄ακροατήριο του γηπέδου΄΄, που μάταια περίμενε τη δική του ώρα να παίξει, το παρατσούκλι ΄΄κλίκα΄΄. Δόξα τω Θεώ όμως στο γήπεδο δεν υπήρχαν πολιτικές, συμβούλια και επιτροπές και ο αθλητισμός έχει τόση δικαιοσύνη και αξία μέσα του που έλυνε άμεσα και γρήγορα τα προβλήματα χωρίς απεργίες, τσακωμούς και αίματα. Το ταλέντο εμφανές σαν τον έρωτα και τον ΄΄παρά΄΄ δεν μπορούσε να κρυφτεί και έτσι όποιο παιδί ήξερε το τόπι και είχε και το μπόι αποκτούσε γρήγορα τη θέση του.

Επίσης το γεγονός ότι ο πολυσύχναστος Αύγουστος κρατούσε λίγο (άντε μέχρι το πανηγύρι) μας άφηνε μια γλυκόπικρη προσμονή η αποχώρησή του παρά τον ερχομό του εφιάλτη (σχολείο), γιατί αν άδειαζε το χωριό και οι μεγάλοι αποσύρονταν στις υποχρεώσεις τους όλο το γήπεδο θα ήταν δικό μας, με την προσευχή βέβαια ο επερχόμενος χειμώνας να μην σκεπάσει το γήπεδο από τα χώματα που κατέβαιναν απειλητικά με τις βροχές και το διχτάκι να ΄΄βγάλει χειμώνα΄΄ δηλ. να αντέξει και να μην σκιστεί.

Πόσο δύσκολο άραγε ήταν η κατασκευή ενός προστατευτικού τοιχίου ή να περάσει κάποια στιγμή ένα μηχάνημα να καθαρίσει το γήπεδο ή να μπει ένα καινούριο διχτάκι; Αυτά ήταν τότε τα παιδικά ερωτήματα και παράπονά μας απέναντι στην πολιτεία, που δεν καταλάβαινε ανάμεσα στα χιλιάδες και επείγοντα θέματά της πόσο καλό θα έκανε τόσο στα παιδιά της όσο και στην ίδια η άριστη κατάσταση του γηπέδου ή η προσθήκη δίπλα απ’ αυτό και στο έτοιμο τερέν, δύο ακόμα μπασκετών, εφόσον τότε το μπάσκετ ήταν ζωή για την Ελλάδα και για την Πύλη πανηγύρι – πολύς κόσμος-.

Θυμάμαι ότι το ποδόσφαιρο που ανέκαθεν ήταν το κυρίαρχο άθλημα και γέμιζε όλα τα γήπεδα, τις γειτονιές και τους μαχαλάδες, έπαθε τότε τέτοιο στραπάτσο από το μπάσκετ και τον Γκάλη, που ακόμα και τον Αύγουστο που γινόταν χαμός στο γήπεδο, το ποδόσφαιρο μαράζωνε και προκειμένου να μαζευτεί ο απαιτούμενος αριθμός παιχτών οι ποδοσφαιρόφιλοι ψάρευαν και παρακαλούσαν κόσμο που περίμεναν τη σειρά τους για μπάσκετ και όταν αντίκριζαν μάλιστα κάποιον που έπαιζε μπάλα και μάλιστα καλή (πιστέψτε με ένας από τους οποίους ήμουν και εγώ) τον έλεγαν ΄΄προδότη΄΄.

Στην απόκοσμη και απρόσιτη πρωτεύουσα, με τις πολλές απαιτήσεις και υποχρεώσεις της, μια βόλτα, ένα τρέξιμο και ένα παιχνίδι σε όποιο γήπεδο έβρισκα και βρίσκω εκεί που διέμενα και διαμένω ήταν και είναι μια διέξοδος, μια ανάσα, ένα πάθος, μια χαρά. Αυτά τα συναισθήματα είναι η προίκα που απέκτησα από το γήπεδο του χωριού, ένα υγιές και όμορφο χούι, που ως γνωστό φεύγει μαζί με την αποχώρηση του ανθρώπου.

Εδώ τα γήπεδα είναι καλύτερα με διχτάκια πάντα και με φωτισμό, κάποια κλειστά, οι μπάλες πολλές, τα παπούτσια μάρκα, κόσμος πολύς χειμώνα -καλοκαίρι,  παρότι σήμερα το μπάσκετ και όλα σχεδόν τα αθλήματα είναι κάπως ντεμοντέ σε σχέση με τον σημερινό βασιλιά – το διαδίκτυο- (καλύτερα για μένα εφόσον περισσεύει χώρος για έναν μεσήλικα).

Η μυρωδιά όμως του πεύκου και το απαλό αεράκι από το δάσος, η εικόνα του χωριού, οι βρύσες και το ποδόσφαιρο δίπλα, τα βουνά που στέκονται σαν προβολείς, οι ζεστές καλησπέρες από τους ηλικιωμένους που περνούν για να κάνουν τη δική τους δημιουργική γυμναστική στα αμπέλια και τα κήπια τους, καθώς ακόμα και τα όμορφα κυπαρίσσια του νεκροταφείου που πια δεν με τρομάζει, αλλά αντίθετα με γαληνεύει και με συγκινεί από την μόνιμη παρουσία σε αυτό των γονέων μου, συγγενών αλλά και φίλων που έζησαν και αυτοί και μάλιστα σημαντικά το γήπεδο αλλά δυστυχώς λίγο (Σταύρος, Σπύρος, Χρήστος),  όλα αυτά δεν μπορούν να αντικατασταθούν στο μυαλό μου από κανένα άλλο γήπεδο.

Όπως δεν μπορεί να ξεπεραστεί η μάνα,  η οικογένεια, τα παιδικά χρόνια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δεν μπορεί να ξεπεραστεί το γήπεδο αυτό, γιατί εκεί είναι αποθηκευμένες και αξεπέραστες οι στιγμές και η ζωή των πιο ωραίων και αθώων χρόνων.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους, αρμόδιους ή εθελοντές, που βοηθούν το γήπεδο αυτό να υπάρχει και μάλιστα να ανακαινίζεται και να παρακαλέσω, αν είναι δυνατό, να τεθεί και φωτισμός, όχι μόνο για να δοθεί η δυνατότητα να παίζεται μπάσκετ και βράδυ, αλλά γιατί οι χώροι αυτοί, με τέτοια μεγάλη κοινωνική αξία, οφείλουν όπως τα σχολειά, τα μνημεία, οι πλατείες, οι εκκλησιές και τα αξιοθέατα να μένουν πάντα φωτεινοί, ώστε να δείχνουν το σωστό δρόμο της ζωής που είναι η αρετή και η απλότητα.

Τώρα θα μου πει κάποιος τι σε νοιάζει εσένα να είναι φωτεινό και σε καλή κατάσταση το γήπεδο, που έρχεσαι στο χωριό λιγότερες μέρες το χρόνο από τα δάκτυλα των χεριών; Ο άνθρωπος δεν κατάγεται από εκεί που σπουδάζει ή εργάζεται ή ζει, αλλά από εκεί που γεννήθηκε, ανατράφηκε, μεγάλωσε, έμαθε τα πρώτα του γράμματα και έβαλε τα πρώτα του καλάθια είτε μπασκετικά ήταν αυτά ή οποιαδήποτε κρίνει σημαντικότερα ο ίδιος.

Αυτά είναι τα δέντρα καταγωγής του, που η απόσταση και ο χρόνος δεν βοηθούν πια να τα σκαρφαλώσει και να παίξει μαζί τους, απλά τα νοσταλγεί και όταν μάλιστα μαθαίνει ότι κρατιούνται γερά χαίρεται. Αυτή τη νοσταλγία και τη χαρά που βγήκε μέσα από την ανωτέρω όμορφη φωτογραφία, προσπάθησα να τη γράψω, μπας και την κρατήσω περισσότερο, γιατί λόγω των περιορισμών του μνημονίου & της πανδημίας είναι δυσεύρετη πια η χαρά μας και να την αφιερώσω σε όλους που ως παιδιά ή έφηβοι ή μεγάλοι καταλάβανε την αξία αυτού του γηπέδου τη δεκαετία του ’80.

 

Ειλικρινά σας Ευχαριστώ

Load More Related Articles
Load More In Βήμα των πολιτών
Comments are closed.

Check Also

«Πορεία νίκης», έδειξε και η περιοδεία της Τρίτης, για τον Κώστα Μαράβα 

Συνέχεια στην πορεία της νίκης για τον Κώστα  Μαράβα και την Τρίτη από τα χωριά Πηγή, Λυγα…